ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΜΕΡΟΣ Γ’) (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

dec 08 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

dec 08 - Σόλων ΜΚΟ

 Το φαινόμενο του φόβου δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σε βάθος, αν και με μία επιπόλαιη ματιά φαίνεται να συνδέεται με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης

       Αλλά η τάση για ζωή και διάρκεια των όντων δεν φαίνεται ότι λογικά μπορεί να αποτελεί μέρος του φόβου. Ο φόβος δεν είναι αρχή ζωής, αλλά μία ψυχολογική αντίδραση (επιφαινόμενο) που όμως είναι τόσο αρχαία που έχει καταντήσει μέρος της φύσης μας –τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο.

         Η επίδρασή του είναι τόσο σαρωτική στην ανθρώπινη ζωή που καθορίζει τις ανθρώπινες επιλογές τόσο σε επίπεδο δημόσιο (εθνικό ή διεθνές) όσο και σε προσωπικό. Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βάση του βρίσκεται στο ατομικό επίπεδο.

        Η αυτοσυντήρηση φυσιολογικά πρέπει να περιέχει στοιχεία εξορθολογισμού και οικονομίας στην επιλογή και στη δράση, ενώ ο φόβος είναι παράλογος. Οι εκκλήσεις του Φρ. Ρούσβελτ στο κραχ του ’29 και τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο για να θέσουμε τέλος στο φόβο και να ελευθερωθούμε από αυτόν έχουν διαχρονική αξία.

         Η αποξένωση από το άλλο μέρος είναι μία ιδιόμορφη απόλυτη διαφοροποίηση του εαυτού από τους άλλους χωρίς ουσιώδη στοιχεία συνοχής ανάμεσά τους παρά μόνον τα στρατηγικά αναγκαία για επιβίωση που εντείνουν έτι περισσότερο τη διαφοροποίηση στο βάθος, γιατί διευκολύνουν μεν την επιβίωση αλλά όχι τη συνειδησιακή συνοχή. 
        Έτσι μπορεί μεν να διευκολύνεται από την πλευρά της κατεστημένης εξουσίας η εξουσιαστικότητα, όμως μπορεί και πρέπει να μπορεί να κατανικάται από τον άνθρωπο. Γιατί αν περιμένουμε από την όποια εξουσία, που οπωσδήποτε θα είναι ατελής αφού και ο άνθρωπος είναι ατελής, να του παράσχει τις αναγκαίες ανθρώπινες ιδιότητες όπως αυτήν της στοργής και της συναδέλφωσης, τότε υποβιβάζουμε τον άνθρωπο σε αντικείμενο, έρμαιο των συνθηκών και χωρίς ικανότητα βούλησης. 
         Μια τέτοια όμως θεώρηση έρχεται σε πλήρη διάσταση με την επιδίωξη των ανθρώπινων ατομικών δικαιωμάτων που θα φαίνονται σε μια τέτοια περίπτωση μάλλον σαν μια φιλανθρωπία εκ μέρους των ισχυρών παρά σαν μία ενδογενής έκφραση του αληθινού βάθους της ανθρώπινης φύσης. Η αποξένωση όμως είναι και το στήριγμα όλου εκείνου του οικοδομήματος που απαρχής των κοινωνιών μέμφεται ο άνθρωπος για όλα τα δεινά του. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι αυτοί που ασκούν εξουσία είναι χωρίς ευθύνη, αλλά ότι η ευθύνη είναι ενιαία στο βάθος, γιατί βασίζεται σε ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά που εκφράζονται διαφορετικά ανάλογα με τις συνθήκες και το επίπεδο εξουσίας που βρίσκεται στη διάθεση του κάθε ατόμου. 
        Έτσι μπορεί πολίτες, που είναι ευυπόληπτοι και φιλήσυχοι σε κανονικές συνθήκες ζωής, σε συνθήκες εξουσίας να μετατρέπονται σε δυνάστες προς έκπληξη όλων. Όμως ακριβώς αυτή η έκπληξη αποδεικνύει την έλλειψη αυτογνωσίας που προαναφέραμε. Ή άλλοι εκφράζουν εξουσία στην οικογένεια ή στην εργασία.

        Όσο για την τάση για εξουσία αυτή στην πραγματικότητα αποτελεί απότοκο της παραπάνω αποξένωσης και βρίσκεται στη βάση των δεινών τόσο της δημόσιας όσο και της ατομικής ζωής. Η τάση για εξουσία είναι διαφορετική από την επίσημη διακυβέρνηση που σε γενικές γραμμές είναι μία μορφή διαχείρισης. 
         Η έλλειψη διακυβέρνησης σε καμμία περίπτωση δεν αποτελεί άρνηση της τάσης για εξουσία και μία τέτοια αντίληψη αποτελεί αυταπάτη. Η τελευταία (η τάση για εξουσία) διαπερνάει όλα τα επίπεδα διαχείρισης από το ατομικό και φαινομενικά ασήμαντο μέχρι το ανώτατο επίπεδο, το πολιτικό.

          Μάλιστα θα χρειαζόταν μία περαιτέρω διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης όπως εκφράζεται σήμερα (και παρά την δυνατότητα αλλαγής σε μήκος χρόνου) για να κατανοήσει κανείς την καθολικότητα αυτής της τάσης σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης έκφρασης. 
          Αυτή η εξουσιαστικότητα εκφραζόταν π.χ. και στο δικαίωμα ζωής και θανάτου του πατέρα της οικογένειας στα μέλη της στην αρχαία Ρώμη, στην υποταγή των γυναικών στους άντρες που ισχύει ακόμη σήμερα στην ανατολή, στο διαμορφωμένο για αιώνες γυναικείο μοντέλο-πρότυπο που ήθελε τη γυναίκα περιορισμένη σε έναν ρόλο υποτελή, ακόμη και το μοντέλο της ίδιας της σεξουαλικότητας που την μετέτρεπε σε αντικείμενο. Ακόμη και το σημερινό μοντέλο της σεξουαλικής απελευθέρωσης αποτελεί στο παρόν τη βάση της ανθρώπινης ζωής, αλλά, παρά την ελευθεριότητά του, διαπνέεται από χαρακτηριστικά εξουσίασης όχι μόνον ως μοντέλο κοινωνικής αναρρίχησης αλλά και ως μοντέλο επιθυμίας για αναγνώριση και επιτυχία της ζωής. Αυτό συμβαίνει, επειδή συμμειγνύεται πάρα πολύ με την πλάνη και τη γοητεία που συνιστούν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά κάθε εξουσίας. 
        Το να ισχυρισθεί κανείς ότι αυτά τα μοντέλα φτιάχνονται από την «εξουσία» θα είναι άσκοπο, γιατί τα μοντέλα από όποιον και να φτιάχνονται στηρίζονται στις ψυχολογικές πτυχές του ανθρώπου, ο οποίος έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης στην αποδοχή τους καθώς επίσης και στην προβολή τους.

          Επιπρόσθετα, ακόμη και η αναφορά στην «εξουσία» σαν κάτι αόρατο και άψυχο κάνει ένα κακό: απο-ανθρωποποιεί τους ανθρώπους που την ασκούν και τους οδηγεί σε μία μεγαλύτερη αποξένωση από τους συνανθρώπους τους (ίσως και άδικα κατά περίπτωση) και εμπεδώνει την αυταπάτη του αλάθητου για τον κριτή τους. 
          Μάλλον απαιτείται περισσότερο μία αυτογνωσία του ανθρώπου παρά μία ειδική γνώση της λεγόμενης «εξουσίας» για την επίλυση των προβλημάτων του. Η αποανθρωποποίηση του υποτιθέμενου κάθε φορά αντιπάλου, πέραν του ότι είναι επιβλαβής για όλους τόσο σε επίπεδο πρακτικό όσο και σε ηθικό, εντείνει το σύνολο των δυνάμεων της αποξένωσης τόσο μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο όσο και στο περιβάλλον του. 
        Η ίδια η θέση εξουσίας ως αντικείμενο φθόνου των μη ισχυρών οδηγείται μέσω του φθόνου σε μία θέση περαιτέρω αποξένωσης από την υπόλοιπη κοινωνία. Φυσικά και η ίδια η επιθυμία των ισχυρών για διατήρησή της προσθέτει αποξένωση. Η αστόχαστη κριτική στο τέλος τείνει να την απολυτοποιήσει. Έτσι ο άνθρωπος ψάχνει συνεχώς για νέους θεσμούς που θα τον διαφυλάξουν χωρίς όμως ο ίδιος να αγγιχθεί μέσα του. Όμως έχει φθάσει η εποχή που οι θεσμοί είναι πια συγκριτικά ανεπαρκείς για τις σημερινές ανάγκες και ο άνθρωπος πρέπει να αναλάβει ένα μερίδιο ευθύνης μέρος του οποίου είναι η κατανόηση του εαυτού του. Και η θέση εξουσίας ας γίνει αντιληπτή κατά ένα μέρος ως μεγεθυμένη αντανάκλαση των αρνητικών τάσεων του ανθρώπου που επιδρούν σε αυτό το συλλογικό κοινωνικό πεδίο όπου τα αποτελέσματα είναι πολύ περισσότερο εμφανή και ισχυρά, ενώ τα αίτια παραμένουν τα ίδια.

         Υπό αυτήν όλη την έννοια η ταξικότητα ενυπάρχει στον άνθρωπο σε κάποιο επίπεδο της συνείδησής του (ακόμη και μέσα στον ίδιο τον εαυτό του που στέκεται έτσι διχασμένος) και καταλήγει να εκφράζεται στο κοινωνικό επίπεδο, όμως στην πραγματικότητα όχι ως κάτι έξωθεν προερχόμενο αλλά ως φυσικό απότοκο της συνείδησής του. 
          Πώς είναι δυνατή η ύπαρξη μιας ιδανικής κοινωνίας που να αποτελείται από τόσο ατελείς και μη-ιδανικούς ανθρώπους; Μια τέτοια προσδοκία είναι και αυτή παράλογη ως ένα είδος μοιραίας αποξένωσης του ανθρώπου από τον εαυτό του και την κοινωνία. Η κοινωνία γίνεται εύκολα αποδέκτης των επικρίσεων, γιατί θεωρείται ως ο «άλλος», ο ξεχωριστός από εμάς. Από το άλλο μέρος η κοινωνία δεν πρόκειται εν μια νυκτί να μεταβληθεί σε κάτι άλλο όμορφο και εποικοδομητικό χωρίς και τη δική μας συμμετοχή, ενώ εμείς θα παραμένουμε κλεισμένοι στο κάστρο της απόλυτα ξεχωριστής εαυτότητας απολαύοντας ανέξοδα τα οφέλη μιας «ειρήνης» (της ειρήνης της αποξένωσης) μεταξύ ημών και των υπολοίπων ανθρώπων.

            Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι μία τέτοια θεώρηση ανθρωπολογικής ευθύνης δεν μπορεί να αποτελέσει στήριγμα ανευθυνότητας ούτε των κατεστημένων εξουσιών για τα λάθη τους ούτε των ατόμων (εντός ή εκτός εξουσίας) με τη δικαιολογία ότι δήθεν η φύση τους είναι αναλλοίωτη στο χρόνο και γι’ αυτό δεν μπορούν να κάνουν τίποτε με αυτήν. Επομένως:

         Πρώτον, στην τελευταία περίπτωση που ο άνθρωπος θεωρηθεί αναλλοίωτος στο χρόνο, αποξενώνεται από τον ίδιο τον εαυτό του γινόμενος σύμφωνα με τα παραπάνω άβουλο έρμαιο των συνθηκών και θα απαιτεί τις τέλειες συνθήκες που δεν θα του επιτρέπουν να είναι επιβλαβής. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά στην αντίληψη της ανθρώπινης φύσης. 
         Θα έπρεπε μάλιστα να προστεθεί ότι ακριβώς στην ανθρώπινη φύση πρέπει να φανεί η ελευθερία του ανθρώπου και η ικανότητά του για βούληση και επιλογή και φυσικά τελικά για ευθύνη. Όμως δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο: απέναντι ακριβώς στην άγνωστη αυτή φύση ο άνθρωπος δηλώνει ανίσχυρος, της αποδίδει μακροχρόνια μεν αλλά παροδικά χαρακτηριστικά ως το απόλυτο και αναλλοίωτο βάθος της και έτσι βρίσκει τη δικαιολογία για να παραμείνει παθητικός στις συνήθεις ανεύθυνες συμπεριφορές. 

          Δεύτερον, αυτή η αντίληψη ανθρωπολογικής ευθύνης δεν μπορεί εξ αντιστρόφου προς το παραπάνω να αποτελέσει μέτρο μιας νέας θεσμοποιημένης κοινωνικής αντίληψης όπου το θύμα θα ταυτοποιείται με τον θύτη σε ζητήματα κοινωνικής αδικίας και ανωμαλίας, με τη δικαιολογία ότι είναι όλοι υπεύθυνοι. Η συστηματοποίηση μιας τέτοιας αντίληψης θα αποτελούσε κοινωνικό όλεθρο, γιατί θα επέρριπτε στους ώμους ανθρώπων υπέρογκες ευθύνες για τις οποίες δεν θα ήταν έτοιμοι και θα ερμηνευόταν από την εκάστοτε εξουσία προς όφελός της. 
        Το ζήτημα είναι να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από την αυταπάτη και την υποδούλωση στις δικές του τάσεις, όχι να υποταχθεί πλήρως σε μια άλλη αυταπάτη. Εξάλλου πρέπει να προστεθεί εδώ ότι η μεν μικρής εμβέλειας επιβολή είναι αναγκαία για την κοινωνική επιβίωση και σχετική ομαλότητα και εκφράζεται από το δημοκρατικό νόμο με το σύστημα ρυθμίσεων που επιτάσσει, αλλά η πνευματική επιβολή θα ήταν η χειρότερη από όλες και δεν θα είχε καμμία σχέση με το ανθρώπινο πνεύμα και την ανάπτυξη οποιασδήποτε πνευματικότητας είτε προερχόταν από το πεδίο της πολιτικής είτε από αυτό της θρησκείας είτε από άλλο πεδίο.

          Στην πραγματικότητα μιλάμε για μία αύξηση της ελευθερίας του ανθρώπου που θα καταλήξει σε μία μορφή ανάληψης αναλογούσας ευθύνης, η οποία όμως ανάληψη δεν μπορεί να γίνει με επιβολή αλλά μόνον με ελεύθερη επιλογή, γιατί η φύση της είναι η ελευθερία. Αλλοιώς θα πρόκειται για παρερμηνεία και στρέβλωση. Βέβαια ο άνθρωπος σε τελείως αντίθετη βάση θεωρεί ως ευθύνη μόνον το καθήκον και την επιβολή, καθώς και τον περιορισμό της ελευθερίας του, πράγμα που είναι επίσης μία στρέβλωση. Ακόμη και η ανάληψη της αναλογούσας ευθύνης δεν μπορεί να εκπληρωθεί μέσω μονομερούς προπαγάνδας ή διαφήμισης. Θα πρόκειται τότε για κάτι άλλο, επειδή η αληθινή ελευθερία βρίσκεται πέραν τούτων, αν και σίγουρα όχι στην ισχυρογνωμοσύνη και τον ατομισμό που αναιρούν την ίδια την ελευθερία.

          Αυτή λοιπόν η αντίληψη περί ανθρωπολογικής ευθύνης πρέπει να παραμείνει ενδιάθετη στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της εσωτερικής του ελευθερίας και επιλογής, γιατί χωρίς αυτή την ελευθερία είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτη. Καμμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τη διαμόρφωση συστημάτων επιβολής. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον για αύξηση της ελευθερίας και μείωση της εξουσιαστικότητας παντός είδους, γιατί μια τέτοια αντίληψη σε αυτό αποσκοπεί. 
        Πρέπει μάλλον να ξεφύγουμε από την τάση για δημιουργία απόλυτων συστημάτων(κοσμικών ή όχι) για τη διακυβέρνηση των ανθρώπων, γιατί αυτά καταλήγουν συνήθως σε τραγωδία (σε μήκος χρόνου). Αν μάλιστα προαποφασίζουν να ερμηνεύσουν ανερμήνευτα ώς τώρα πράγματα, τότε η τραγωδία θα είναι μεγαλύτερη (υπό αυτή την έννοια υιοθετούμε τη θέση του Μίλοβαν Τζίλας όχι μόνον για μη-βία υπό όρους αλλά και για την «ατελή» κοινωνία. Δυστυχώς όμως όλα τα συστήματα σε κάποιο βαθμό αυτό κάνουν. 
        Προϋποθέτουν μία ανθρώπινη φύση σύμφωνα με τα μέτρα τους, που χωρίς να είναι απόλυτα αναληθής σε κάποιο επίπεδο τόπου και χρόνου, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι αυτή η υποτιθέμενη «φύση» αποτελεί το είδωλο του παρόντος μόνον και τίποτε άλλο. Παραγνωρίζουν το μέλλον και τη δυνατότητα της εξέλιξης. Αυτά όμως τα πράγματα που παραγνωρίζονται είναι αυτά που καθιστούν από το ένα μέρος την ελευθερία πλήρη νοήματος και από το άλλο όλα τα συστήματα ατελή.

         Μόνον ακροθιγώς αναφερθήκαμε στο πλαίσιο μιας πολιτικής ψυχολογίας και ανθρωπολογίας, ωστόσο αυτό που απαιτείται είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τόσο το σύστημα ασφάλειας όσο και το σύστημα ελευθερίας και κοινωνικής αλληλεγγύης να λάβουν υπόψη τους σε βάθος την πολιτική ψυχολογία και ανθρωπολογία και να μεταρρυθμίσουν έτσι τις συνθήκες και το σύστημα ώστε να αποκαλυφθεί βαθύτερα ο παραλογισμός της βίας κάθε προέλευσης και μορφής. Διαφορετικά η κοινωνική κρίση θα μεταμορφώνεται και οι κοινωνικές εξεγέρσεις συνακόλουθα θα αποτελούν το τίμημα του αστόχαστου ανθρώπου, της αστόχαστης κοινωνίας και της αστόχαστης πολιτικής.

 

Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος
Διαβάστε εδώ το Β’ Μέρος


20 Μαΐου 2009

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

Σχετικά άρθρα