1

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΦΙΑΣΚΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

 Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών εναντίον του Ρατσισμού κατέληξε σε φιάσκο μετά την απόφαση των δυτικών χωρών να μη συμμετάσχουν ή να αποχωρήσουν –σε ένδειξη συμπαράστασης προς το Ισραήλ- μετά τις ακραίες δηλώσεις του Ιρανού Προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ.

       Έτσι η Διάσκεψη, όχι μόνο δεν πέτυχε –έστω και υπό την μορφή διακηρύξεων και ευχολογίων- αλλά κατέδειξε την ηθική χρεοκοπία τόσο του Ιράν και του Ισραήλ, όσο και των χωρών της Δύσης.

 

 

       Επιπλέον αποδείχτηκε ότι τα ζητήματα που φιλοδοξούσε να πραγματευτεί η Διάσκεψη, όπως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία καθώς και η επίδρασή τους στις παγκόσμιες κοινωνίες, συνεχίζουν να αποτελούν πολιτικά διακυβεύματα και όχι ζητήματα στα οποία η ανθρωπότητα θα έπρεπε να ενσκήψει παρακάμπτοντας πολιτικούς και πολιτικές που τόσες φορές, ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.

         Οι ΗΠΑ και μία σειρά χωρών μποϊκόταραν τη Διάσκεψη της Γενεύης αφού εξέφρασαν φόβους ότι θα χρησιμοποιούταν ως βήμα για κριτική κατά του Ισραήλ!

        Εξέφρασαν δηλαδή φόβους, ότι μπορεί να ασκηθεί κριτική για μία χώρα που επανειλημμένως εδώ και δεκαετίες παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ανθρώπινων δικαιωμάτων, με εξαιρετικά πρόσφατο το παράδειγμα της εισβολής στην Γάζα, όντας επιπλέον ρατσιστικό και άκρως ξενοφοβικό στην πολιτική του εντός και εκτός της χώρας.
      Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφωνία που έφερε τη Διάσκεψη σε αδιέξοδο περικλείονταν μόλις στην πρώτη από τις πέντε θεματικές της ατζέντας της: «Πηγές, αίτια, μορφές και εκφράσεις του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων και της αδιαλλαξίας».

        Οι ΗΠΑ κυρίως, αλλά και άλλες χώρες όπως η Γερμανία, ο Καναδάς, η Ιταλία και η Ολλανδία δεν ήθελαν πιθανώς να βρεθούν σε μία δύσκολη θέση, στην περίπτωση που στη Διάσκεψη συζητούνταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται εντός του Ισραήλ οι Άραβες Ισραηλινοί, ο τρόπος με τον οποίο το Ισραήλ «επιβάλλει» τις απόψεις του στους Παλαιστίνιους,  αλλά και μια σειρά νόμων εντός του κράτους που παραπέμπουν σε λογικές πολιτικών άλλων εποχών, όπως για παράδειγμα ο νόμος για απόκτηση της ισραηλινής υπηκοότητας και άλλοι…

       Δεν έγινε γνωστό και αν οι χώρες που αποχώρησαν θα συζητούσαν το ζωτικό ρόλο που κατέχει στην νέα κυβέρνηση του Ισραήλ ένας άνθρωπος, που ακόμα και τα δυτικά μέσα αναφέρουν ως ρατσιστή, ο Αβιγκντόρ Λίμπερμαν. Οι δυτικές κυβερνήσεις δεν είχαν αντιδράσει, όταν στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία ο «σκληροπυρηνικός» (για να αναφέρουμε τη συνήθη και ιδιαίτερα κομψή φράση του διεθνούς τύπου) Αβιγκντόρ Λίμπερμαν του ακροδεξιού κόμματος Ισραέλ Μπεϊτέινου, έκανε λόγο για «αφανισμό» και «εκκαθάριση» των Παλαιστινίων. Ο Λίμπερμαν μάλιστα ήταν ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών, με το κόμμα του να αποδεικνύεται ρυθμιστής στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης.  Όταν βέβαια δεν έχουν αντιδράσει στην συνεχιζόμενη επιχείρηση εκκαθάρισης του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων τόσες δεκαετίες, θα αντιδρούσαν για τον κ. Λίμπερμαν; 
        Τώρα πια, με τα πνεύματα να έχουν καταλαγιάσει, το σύνολο της αμερικανικής πολιτικής αρθρογραφίας παραδέχεται το λάθος της αμερικανικής στάσης. Δεν μπορείς να εκφράσεις την διαφωνία σου με κάτι εάν δεν παρίστασαι σε αυτό. Και επιπλέον, άλλο ένα μέρος των ελπίδων για μια νέα αμερικανική ηγεσία υπό τον Μπαράκ Ομπάμα, τόσο σε επίπεδο αρχών όσο και σε επίπεδο πράξεων, φαίνεται να αποδεικνύεται μάταιο. 

        Από την άλλη πλευρά ο λαϊκισμός του Ιρανού Προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και οι γνωστές απόψεις του περί σιωνισμού δεν μπορούν παρά να δυναμιτίζουν το κλίμα όχι μόνο παρομοίων διασκέψεων, αλλά και αυτό των γεωπολιτικών δεδομένων της περιοχής. Οι απόψεις του Ιρανού Προέδρου ριζοσπαστικοποιούν προς την ακροδεξιά και τον ρατσισμό ένα μεγάλο κομμάτι της ισραηλινής κοινής γνώμης, ενώ η πολιτική του Ισραήλ ριζοσπαστικοποιεί τον αραβικό κόσμο. Αυτός ο φαύλος κύκλος φανατισμού που με τη βοήθεια της θρησκείας ξεπερνά τα όρια του ρατσισμού, φαίνεται ότι ευνοεί τη Δύση για μια σειρά γεωπολιτικών λόγων.

        Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη αποδεικνύουν συνεχώς ότι αναζητούν τέτοιους πολιτικούς άντρες, σαν τον Λίμπερμαν, τον Νετανιάχου ή τον Αχμαντινετζάντ. Η Δύση θέλει να διατηρεί την πόλωση σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, προκειμένου οι παρεμβάσεις της να χαρακτηρίζονται αναγκαίες ακόμα και από τις τοπικές κυβερνήσεις. Έτσι πολιτικά και στρατηγικά διατηρεί το απόλυτο πλεονέκτημα, ενώ ηθικά, διαφημίζοντας τυπικές πρωτοβουλίες μέσω των πανίσχυρων μέσων μαζικής ενημέρωσης, όπως η «Διάσκεψη για τον Ρατσισμό» εξιλεώνεται -επιφανειακά βέβαια- στα μάτια των ίδιων της των πολιτών.    

        Δεν είναι η πρώτη και σίγουρα δεν ήταν και η τελευταία φορά που ο Ιρανός Πρόεδρος έκανε πάρα πολλούς να αναρωτηθούν πως ένα κράτος με τη γεωπολιτική στρατηγική του Ιράν, έχει στην ηγεσία του έναν τέτοιο άνθρωπο.

       Η -πίσω από τις λέξεις- προσεκτικά σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική του Ιράν άλλωστε, καμία σχέση δε φαίνεται να έχει με τις κορώνες του κ. Αχμαντινετζάντ και αυτό ενισχύει τη λογική ότι αυτός είναι –όπως θα έλεγαν πιθανώς και οι Αμερικανοί- ένας «άνθρωπος σε αποστολή».

        Είναι απορίας άξιον δηλαδή, πως το Ιράν, περικυκλωμένο στην κυριολεξία από εχθρούς, έχοντας να αντιμετωπίσει την επιθετική πολιτική των ΗΠΑ και όντας στοχοποιημένο σε βαθμό που συχνά προσεγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της εμπάθειας από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ενώ καταφέρνει (όχι μόνο να μην χάνει αλλά και) να αυξάνει σταδιακά την σημασία του ως γεωστρατηγικός παίκτης της περιοχής, έχει «επιλέξει» τον Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ για Πρόεδρο..

        Όμως, ο λαϊκιστής –με την κακή έννοια του όρου και όχι με αυτήν που χρησιμοποιούν τα δυτικά μ.μ.ε. για όποιον ηγέτη δε «συμπαθούν»- Αχμαντινετζάντ, πρεσβεύει όλες τις ξενοφοβικές αξίες του ισλαμικού φονταμενταλισμού που αρνείται καθετί σχετικό με το «σιωνισμό» και το εβραϊκό κράτος. Επιπλέον η παρουσία του και οι κατά καιρούς δηλώσεις του όπως αυτή περί «φασιστικού Ισραήλ», μοιάζουν να εξυπηρετούν την πολιτική ηγεσία του Ιράν, που κάτω από το πρόσχημα της θρησκείας αναγκάζει την κοινωνία της χώρας σε μία σειρά απαγορεύσεων, περιορισμών και υπαγορεύσεων άκρως σκοταδιστικών. Ο μεγάλος αντίπαλος του μέσου Ιρανού «πρέπει» να είναι το Ισραήλ και όχι ο θρησκευτικός σκοταδισμός. Αντιστοίχως βέβαια, ο μεγάλος αντίπαλος του μέσου Ισραηλινού «πρέπει» να είναι το Ιράν και όχι η μόνιμη κρατική ανασφάλεια και η πλήρως επιθετική παρουσία της χώρας εναντίον των Παλαιστινίων. Εν κατακλείδι, μιλάμε για έναν θρίαμβο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού στην πολιτική. Πως θα ήταν δυνατόν να επιτύχει λοιπόν μια τέτοια Διάσκεψη;

        Το φιάσκο από την αποχώρηση των συμμάχων του Ισραήλ και τις –ακραίες όσο και προβλεπόμενες- δηλώσεις Αχμαντινετζάντ είναι παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης Διάσκεψης του 2001 στην Νότιο Αφρική. Κανείς δεν έλαβε σοβαρά την παραίνεση του Νέλσον Μαντέλα, του ανθρώπου-συμβόλου ενάντια στον ρατσισμό, για συναίνεση και εκτόπιση των πολιτικών σκοπιμοτήτων προς εξεύρεση μιας αποδεκτά κοινής παγκόσμιας πορείας εναντίον στην ξενοφοβία και το ρατσισμό.

       Ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-Μουν, μέσα στην γενική χλεύη που απέσπασε τελικά η Διάσκεψη από συμμετέχοντες και μη, έκανε μια δήλωση που πολλοί ελπίζουν να μην αποδειχτεί στο μέλλον προφητική: Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ίσως βρεθούν σύντομα στο επίκεντρο με κοινωνική αναταραχή, αδύναμες κυβερνήσεις και θυμωμένους πολίτες…  Κανείς όμως δε φάνηκε να τον παίρνει στα σοβαρά: τις αμέσως επόμενες ημέρες οι τόνοι στο ζήτημα πυραυλικής επίθεσης του Ισραήλ προς το Ιράν ανέβηκαν, η Τεχεράνη απάντησε αναλόγως θεωρώντας εαυτόν δικαιωμένη για τα λεγόμενα του Προέδρου εναντίον της «ρατσιστικής σιωνιστικής κυβέρνησης»  του Ισραήλ. Και την ίδια στιγμή κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ΗΠΑ δηλώνουν τις αμέσως επόμενες ημέρες ότι κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το Ιράν για τα πυρηνικά αλλά όπως δήλωσε και ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών «αρνούνται να ακούσουν το Ιράν στην Γενεύη». 

Άρης Καπαράκης 
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων

4 Μαΐου 2009