1

ΤΟ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (του Γιάννη Ζήση)

 Στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά λειτούργησε συνήθως ένας εξελικτικός δυισμός. 
        Ο δυισμός αυτός μπορεί να αναγνωριστεί ως εξής: ενώ απ’ την μία υπάρχει η ζωική, η ανταγωνιστική, η υλιστική και η χωριστική προσαρμογή, από την άλλη λειτουργεί η υπερβατικοποίηση ως αναφορά στην ολότητα
        Την τελευταία τη βλέπουμε πολλές φορές σε παλαιές θρησκείες, βάρβαρα απαιτητική πχ με την έννοια της ανθρωποθυσίας ως αντίτιμο της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στην φύση, δηλαδή ως ενός εξισορροπητικού παράγοντα ή ως ανθρωπολογικού ισοζυγίου.

         Ο μονοθεϊσμός ιδρυτικά αγωνίστηκε να μετριάσει την θυσιαστική βαρβαρότητα χωρίς ωστόσο να ρυθμίσει τις ανθρωπολογικές ανισορροπίες. 
        Η μονοθεΐα ως θρησκεία, εισήγαγε βασικά μόνο την υπερβατικοποίηση έναντι του ορυκτού ειδώλου, όχι μόνο αφήνοντας ανέγγιχτα τα υπάρχοντα ανθρωπολογικά ταμπού, αλλά εισαγάγοντας και νέα.

 

         Αυτά τα ανθρωπολογικά ταμπού τα εισήγαγε μέσα σε ένα πλαίσιο «χωριστικοποιημένης και όχι καθολικής ομαδικότητας.
         Υπό την έννοια του καθολικού το μόνο κριτήριο που εισήγαγε ήταν η απόρριψη του ορυκτού ειδώλου ως υπερβατολογικό στοιχείο. Σημειώνουμε ότι των πλείστων «θυσιών» γινότανε προς τα είδωλα των «θεοτήτων» και προφανώς αυτό προκάλεσε την λογική αγανάκτηση των ιδρυτών του μονοθεϊσμού.
        Ωστόσο αυτό αφενός μεν οδήγησε σε μια πιο ισχυρή μορφή χωριστικότητας, αφετέρου νομιμοποίησε όλες τις κατακτητικές προσεγγίσεις, όπως συνέβη πχ. στον Ιουδαϊσμό ή στην διήγηση για τον βασιλιά Γίμα στην Ζέντ Αβέστα. Νομιμοποίησε τη βία λειτουργώντας ως ένα νομικό status και επιχειρώντας να ενοποιήσει πολιτικά το επέκεινα. 

        Πρόκειται δηλαδή για την πρώτη άμεση ολοκληρωμένη ενοποίηση του πολιτικού και του θρησκευτικού τομέα του ανθρώπινου πολιτισμού σε πρόωρη κατάσταση. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ή νομιμοποίηση αυτή εσωτερικεύτηκε, μεσα από μια προσπάθεια εξωτερικής προσαρμογής στα κριτήριά του. Εσωτερικά όμως υπήρξε νομιμοποίηση του  Χριστιανισμού μόνο ως συνέχεια της παλαιοβιβλικής κατακτητικής εξουσιότητας.

         Πριν εμφανιστεί ο Χριστιανισμός, υπήρχε μια κατάσταση, που θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε ως την πρώτη προσπάθεια νομιμοποίησης και ευθυγράμμισης του θρησκευτικού και του πολιτικού πολιτισμού. Εξάλλου ο Ιουδαϊσμός ήταν βασικά μια θρησκεία του Νόμου. Υπό ανθρωπολογική έννοια ήταν πρώιμη και είχε τις ατέλειες μιας συλλογικοποιημένης χωριστικότητας, υπό την έννοια ενός ελιτισμού και ρατσισμού. Για την έννοια του ρατσισμού μπορούμε να πούμε ότι σε μια πρώιμη φάση δεν ήταν αρνητικός ηθικά κατ’ ανάγκην, στον σύγχρονο κόσμο όμως είναι σαφέστατα αρνητικός. 

         Η εξωτερική αποειδωλοποίηση είχε μεγαλύτερη βιωσιμότητα στην θρησκεία γιατί είχε νεωτερικά στοιχεία που εισήγαγαν αργότερα και οι υπόλοιπες  μονοθεϊστικές θρησκείες. Παράλληλα όμως, είχε στοιχεία ενός αναχρονισμού και υλισμού ως προς το υπερβατικό. Επρόκειτο για ισχυρά νομιμοποιητικά στοιχεία εκκοσμίκευσης, όχι μόνο της θρησκείας, αλλά και της πολιτικής άρσης του διχασμού του ανθρώπου ανάμεσα  στο πράττειν βίαια, χωριστικά και κερδοσκοπικά και στην αναφορά για την ηθικότητα του Θεού. Αυτό ήταν ένα βασικό έλλειμμα. Το ίδιο έλλειμμα φαίνεται και στον Γίμα . Η άρση του διχασμού απαιτείτο για να αναιρεθεί η ειδωλική μεσολάβηση που κοσμείτο με θυσίες. Όμως τόσο η άρση του διχασμού όσο και η άρση των ειδώλων υπήρξε μόνο εξωτερικά.

         Το δεύτερο βασικό ζήτημα, συνδέεται σε κάθε περίπτωση με την αδυναμία της τάσης του ανθρώπου να σταθεί εποικοδομητικά απέναντι στις κακίες του και στις ατέλειές του, τόσο αυτογνωσιακά όσο και απέναντι στην κριτική που μπορεί να είναι αποκαλυπτική απέναντί του. Η θρησκεία έως τώρα χρησιμοποιείται σαν ενισχυτικό της άμυνας και της άρνησης της αυτογνωσίας και της κριτικής. Λειτουργεί ως θωράκιση,  με την προβολή σε αυτήν του αναλλοίωτου και της βεβαιωτικότητας και τελειότητας της όποιας θέσης.  Έτσι η θρησκεία, καταλήγει να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως άλλοθι ενισχύοντας την ψυχολογική και την ναρκισσιστική άμυνα στην κριτική, στην εξέλιξη και στην μετουσίωση. Αυτό είναι ένα δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό.

         Ένα τρίτο ζήτημα, που διαφοροποιεί τελικά την δυναμική της επίδρασης και την κλίμακα του προβλήματος σχετικά με το Ιουδαϊκό πρόβλημα, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Ιουδαϊσμός, συνδέεται με έναν διεθνοποιημένο όμιλο ανθρώπων. Γι’ αυτή την διεθνοποίηση, την πρωταρχική ευθύνη έχουν τόσο οι διαχρονικοί  και επαναλαμβανόμενοι τοπικοί διωγμοί όσο και η ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος, που είναι ο βασικός διεθνοποιητικός παράγοντας στο γίγνεσθαι της ανθρώπινης ιστορίας και στον οποίον οι Ιουδαίοι είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σαν πολιτιστικός όμιλος, μέσα από το γεγονός ότι αυτή αποτελούσε για εκείνους τόσο ένα σημείο δυνάμεως όσο και προσαρμογής και ετοιμότητας επιβίωσης σε συνθήκες ανασφάλειας.

         Παίρνοντας αυτά τα τρία στοιχεία σαν δεδομένα μπορούμε να πούμε ότι ο Ιουδαϊσμός αποτελεί μια συμπύκνωση και μια ευρύτερη διάχυση του ανθρωπολογικού προβλήματος. Το Ιουδαϊκό πρόβλημα αποτελεί στην ουσία ένα σύμβολο και μια εντατικοποίηση του ανθρωπολογικού προβλήματος. 

        Το ανθρωπολογικό πρόβλημα είναι  διάχυτο και καθολικό, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπό μια έννοια είναι και πιο έμμονο και διαχρονικό από το Ιουδαϊκό ή τα ανάλογά του. Εδώ απλώς έρχεται ο άνθρωπος αντιμέτωπος περισσότερο και πιο οξυμένα με τον εαυτό του, κατοπτρικά, ώστε να τον αντιμετωπίσει και να υιοθετήσει ή μια λογική της επιστροφής του Ασώτου, ή μάλλον  μιας επιστροφής σε έναν εαυτό ελεύθερο από αυτή την ζωική υλιστικότητα και χωριστικότητα, που αποτελεί το βασικό καταγωγικό και κληρονομούμενο απόθεμα της ανθρώπινης φύσης, η οποία βρίσκεται σε έναν διχασμό με την νοητικοποίηση και την ατομικοποίηση η οποία είναι ταυτόχρονα οικουμενικοποίηση και πολιτισμοποίηση του ανθρώπου. 

         Μπορούμε να πούμε, και αυτό δεν αποτελεί ύβρη εναντίον του Ιουδαϊσμού, ότι όλες λίγο πολύ οι εξελίξεις μέχρι τώρα του ανθρώπου, συμβολοποιούν και σταδιοποιούν ακριβώς αυτή την εξελικτικότητα του ανθρώπου απέναντι σε αυτό τον ανθρωπολογικό δυισμό που παρατηρείται μεταξύ του ζωικού και του ένθεου, όπου κάποια χαρακτηριστικά και του ζωικού είναι ένθεα.      

        Το θέμα όμως είναι ότι εκλαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά της άγριας δύναμης, του ζωικού, του διατροφικού και αναπαραγωγικού ανταγωνισμού σαν προτιμητέα, μέσα από μια απώλεια αίσθησης αναλογίας,   κυριευόμενοι και μαινόμενοι από αυτά, δεν προσλαμβάνουμε πχ άλλες ικανότητες των ζώων όπως την ικανότητά τους για ρέμβη, για ελεύθερο χρόνο. Αναφερόμαστε στην εδεμική χάρη των ζώων και στην αίσθηση ζωής που αυτά μεταδίδουν. Έχοντας απολέσει την αίσθηση αναλογίας, την προσεγγίζουμε αποκλειστικά μέσα από την λογική του διατροφικού και του αναπαραγωγικού ανταγωνισμού παραμελώντας το στοιχείο εκείνο που είναι απελευθερωτικό ψυχολογικά και εξαιτίας του οποίου μάλιστα αναπτύσσεται η σχέση συμπάθειας μεταξύ των ζώων. Επιπλέον αποκλείουμε την συντροφική μέριμνα που αναπτύσσεται ανάμεσα στα ζώα κυρίως ως γονεϊκή, αλλά όχι μόνο, η οποία μάλιστα λειτουργεί επέκεινα των ορίων του είδους. Γι’ αυτό το λόγο συναντάμε και περιστατικά αλληλεγγύης τα οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αξιοθαύμαστα καθώς προσπερνάνε τα όρια του είδους.

           Το πρόβλημά μας λοιπόν ξανάρχεται στην βάση του ανθρωπολογικού ζητήματος και το κύριο θέμα μας είναι στην εξορία της κριτικής. Όταν εξορίζεται η κριτική από μια αυταρχική και μαζική διαδικασία, της διαλογικής ανάδραση μιας διαπραγμάτευσης και ενός αναστοχασμού εκεί προκύπτει ο ολοκληρωτισμός. Εκεί βρίσκεται και η ευθύνη των θρησκειών, η αδυναμία τους να εκπληρώσουν πνευματικό ρόλο όταν θέλουν να αποκτήσουν χαρακτηριστικά απόλυτης εξουσίας, καταστρέφοντας την αίσθηση αναλογίας, την αίσθηση χιούμορ και τον αναστοχασμό.

          Μια επιπρόσθετη ηθική ευθύνη που τους βαραίνει είναι αυτή του παραδείγματος του μοντέλου χρήσης της ισχύος υπό την έννοια επίσης ενός ενίοτε προοδευτικού ρόλου ή της ιστορικής προπορευτικότητας-  όχι σε όλα τα σημεία φυσικά. Αναφερόμαστε στην ευθύνη ενός εκπαιδευτικού ρόλου της καλλιέργειας ενός προτύπου. Έτσι οι θρησκευόμενοι λαοί αδυνατούν να λειτουργήσουν εποικοδομητικά και λειτουργούν ως μια δυαδικότητα προτύπου πάνω στο οποίο πολώνονται οι άλλοι λαοί.
        Δυστυχώς όμως τελικά το πρότυπο που αναφέραμε, λόγω αυτών των παραγόντων, είναι η αντιπαλότητα που καλλιεργείται, ο ανταγωνισμός ισχύος που αναπτύσσεται, η διεκδικητικότητα και ο ρεβανσισμός. Το πρότυπο αυτό συνδέεται με το μοντέλο της οικονομικής και επικοινωνιακής λειτουργίας οπότε στην ουσία καθηλώνεται ακόμη περισσότερο,  καθηλώνοντας τις δυνατότητες εξέλιξης των ανθρώπων μέσα από αυτή την ανταγωνιστική πόλωση. 

        Οι θρησκευόμενοι λαοί ως κλειστές κοινωνίες δεν κατανοούν ότι το υποκείμενο είναι παρατηρητής και είναι τρόπον τινά εκπρόσωπος του όλου. Αντικατοπτρίζει το όλο, άσχετα από το ότι ξεχωρίζει τον εαυτό του από άλλους. Το υποκείμενο έχει αυτή την απολυτότητα της συνείδησής του, ακριβώς επειδή είναι το αντίστοιχο του όλου. Αυτή την οικεία απολυτότητα σχετικοποιημένη, όπως την προωθείς στον εαυτό σου, πρέπει να την αναγνωρίσεις και στην ετερότητα. Τέλος στις μονοθειστικές θρησκείες πρέπει να πάψει να υποκαθιστά την εξωτερική απουσία ειδώλων για τον Θεό από εσωτερικά είδωλα όπως και από πρωτογενείς ειδωλικές καθηλώσεις στον πλούτο, την εξουσία και την δημοσιότητα, την χωριστική, ρατσιστική συλλογικοποίηση.  

          Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν  για όλους μας σε όποια κλίμακα. Ότι ισχύει για εμάς ισχύει και για τους άλλους. Έτσι λοιπόν με αυτό αναγνωρίζουμε ως εξελικτικό ζήτημα και πρόταγμα για τα ανθρώπινατην θεμελιώδη αναγωγή στην ανθρώπινη αξία, ελευθερία και ευθύνη με την υπέρβαση της ανταγωνιστικής χωριστικής συλλογικοποίησης, όσο και αν αυτή επιχειρεί να «ιεροποιηθεί» . μέσα από θρησκείες. 
Αυτό θέτουμε ως εξελικτικό πρόταγμα και για τον Ιουδαϊσμό και για κάθε χωριστική συλλογικοποίηση όπως και για ένα ουσιαστικό ανθρωπισμό.

 

         Το θέμα  αυτό είναι ζωτικό αν θέλουμε να απελευθερώσουμε υπεύθυνα τον άνθρωπο από τον φαύλο κύκλο των εναλλασσόμενων ρόλων της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και των «κυκλικών κρίσεων». Η μετάθεση της συλλογικής αξίας σε φονταμενταλιστικές συλλογικοποιήσεις και συστημικές δεσμεύσεις ανοίγει την πόρτα σε ολοκληρωτισμούς, ενώ παράλληλα στερείται κάθε αληθινού πνεύματος αρμοδιότητας και προσφοράς στο οικουμενικό.
         Είναι αναγκαία πλέον μια κουλτούρα απάρνησης της συγκεντρωμένης ισχύος, του οικονομικού πλούτου, του πολιτιστικού πατερναλισμού, και της χωριστικής και φονταμενταλιστικής ταυτότητας από όλους μας και για όλους μας.  

Οι θρησκείες και το μέλλον της ανθρωπότητας
        Οι θρησκείες χωρίζουν την ανθρωπότητα. Πιστεύουμε όμως πραγματικά πώς ο Θεός χωρίζει την ανθρωπότητα; Οι θρησκείες περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία.   Πιστεύουμε όμως πώς ο Θεός περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία;Οι θρησκείες οδηγούν σε σύγκρουση, σε μίσος. Ο Θεός είναι μίσος;        

         Τελικά η θρησκευτική αντιδικία δε γίνεται για το Θεό. Γίνεται για τον ανθρώπινο εγωισμό. Για την αίσθηση της υπεροχής απέναντι στους άλλους. Αίσθηση υπεροχής που βιώνεται και μέσα σε μια θρησκεία, μέσα στο ιερατείο, που αναπτύσσει εξουσία και αυθεντία απέναντι στους κοινούς πιστούς. 
        Ο Θεός δε χωρίζει την ανθρωπότητα, ο Θεός δεν υποδουλώνει την ανθρωπότητα, ο Θεός δε μισεί τους ανθρώπους. Άρα λοιπόν υπάρχει κάποιο πρόβλημα που όμως είναι των ίδιων των ανθρώπων, δεν είναι πρόβλημα του Θεού. Είναι πρόβλημα των ίδιων των θρησκειών, των εκπροσώπων τους αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης θρησκευτικότητας. 

 
        Μόνο και μόνο λοιπόν από το γεγονός ότι οι θρησκείες υφίστανται ως καθεστώς χωριστικότητας μεταξύ των ανθρώπων, υποδηλώνεται ότι υπάρχει μια διάσταση μεταξύ των θρησκειών και του Θεού, όπως επίσης υπάρχει και μια διάσταση μεταξύ των θρησκειών και του ανθρώπου. 
        Οι θρησκείες είναι μια εμμεσοποίηση, μια ιστορικό-γεωγραφική δέσμευση της σχέσης ανθρώπου με άνθρωπο και ανθρώπου με Θεό χωρίς αυτή την πραγματική απειροσύνη και την υπερβατικότητα.

        Είναι μια πολιτισμική συλλογικότητα που δεν είναι όμως η ολότητα ούτε είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και πολύ περισσότερο δεν είναι ο Θεός. σχέσεις καταλήγουν να ανταγωνίζονται την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος και την πνευματικότητα του ανθρώπου. Καταλήγουν τελικά να εκφράζουν όχι μόνο ανταγωνισμό μεταξύ τους, αλλά ανταγωνισμό και απέναντι στην πρόοδο της ανθρώπινης συνειδητότητας, στην αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου.

       Το επόμενο λοιπόν ζήτημα, μετά από την παρεμβολή των θρησκειών στις ανθρώπινες σχέσεις και στις σχέσεις με το Θείο, βρίσκεται στο ότι οι θρησκείες λειτουργούν ως παράγοντες τμηματοποίησης αυτής της σχέσης της ζωής, της ύπαρξης, του είναι με το χρόνο και την αιωνιότητα. Αυτός ο τεμαχισμός του χρόνου, ο θρησκευτικός χάρτης της ζωής που περιορίζεται στο παρελθόν, έχει μηδενική αφετηρία και ως προς το μέλλον παρουσιάζει μια στατικότητα. Είναι το επόμενο μεγάλο ζήτημα όπου αποκαλύπτεται ακριβώς ο περιοριστικός αυτός χαρακτήρας των θρησκειών τόσο στην πρόοδο της σύλληψης και στην αυθεντικότητα της επαφής με την θεία διάρκεια, όσο και στη σχέση της θείας διάρκειας με τις ζωές και την εξέλιξη.

      Το τελευταίο μεγάλο ζήτημα σε σχέση με τις θρησκείες βρίσκεται στο γεγονός ότι οι θρησκείες παρεμβαίνουν αρνητικά στην αναγνώριση της πνευματικής ηγεσίας. Έχουν στρεβλώσει την έννοια της πνευματικής ηγεσίας και της αναγνώρισής της καθώς την έχουν «ιερατικοποιήσει», ειδωλοποιήσει και εικονοποιήσει. Την εξαντλούν στο επίπεδο μιας εγκόσμιας τελετουργικής παράστασης με δογματικό χαρακτήρα, με επίχρισμα μυστηριακότητας. Την έχουν οδηγήσει σ’ έναν αποκλεισμό της έκφρασης του ανθρώπινου πνεύματος σε όλους τους τομείς της ζωής. Στην ουσία λειτουργούν ως ένας παράγοντας φθόνου και ανταγωνιστικότητας όπως ακριβώς (ο φθόνος και η ανταγωνιστικότητα) λειτουργούν στον πολιτικό ή στον οικονομικό ανταγωνισμό των προσωπικοτήτων στην κοινωνική ιεραρχία. 

          Έχουν μεταφέρει ως συστατικά στοιχεία στην πνευματική ιεραρχία (αλλά αυτή πια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια) στοιχεία εγκοσμιότητας ψυχολογικής και ανθρωπολογικής. Στοιχεία ενός ανταγωνισμού για το όνομα, για το είδωλο, για το εξουσιαστικό πρωτόκολλο της κοινωνίας. Στρεβλώνουν τα κριτήρια αναγνώρισης μιας πραγματικής πνευματικής ηγεσίας, περιορίζοντάς την και εκτρέποντάς την επίσης από το πεδίο της διανοητικής, ενορατικής, αισθαντικής και ηθικής ευρύτητας όπου εκφράζεται αυθεντικά, ουσιαστικά και απελευθερωτικά μια τέτοια  ηγεσία, ως παράγοντας που συντίθεται από μια θεμελιώδη απελευθερωτική οικειότητα, από σύνθεση, συνεργατική δημιουργικότητα και ομαδικότητα κλπ.

          Έτσι λοιπόν θα πρέπει να καταλάβουμε ότι για παράδειγμα για τους χριστιανούς το θεμελιώδες είναι να εστιάσουμε στη ψυχική έκφραση του Χριστού, αφήνοντας όλα τα άλλα κατά μέρος ως συστατικά στοιχεία της θρησκευτικότητας μας και αυτό υπό την έννοια του να εκφράσουμε και μείς οι ίδιοι ένα τέτοιο πνεύμα, μια τέτοια ψυχική ηθική και ενεργό διάσταση.   Οι θρησκείες, σε αντίθεση με τον θεό χωρίζουν τον κόσμο.

        Στον βαθμό της ύπαρξής του, o Θεός δεν χωρίζει τον κόσμο, ο Θεός ενώνει τον κόσμο. Άρα υπάρχει μια ασυμφωνία ανάμεσα στις θρησκείες και στο Θεό. Υπάρχει μια ασυμφωνία ανάμεσα στις θρησκείες και στην ανάγκη του ανθρώπου πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Υπάρχει μια ασυμφωνία ανάμεσα στις θρησκείες και στη ψυχή. Ο Θεός δεν μας αποξενώνει, μας ενώνει.
          Αυτή η κατάσταση ασυμφωνίας προφανώς αποδεικνύει ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με την θρησκεία όπως επίσης και η %