ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΚΡΑΤΟΣ, ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΣΩΣΗΣ… ΑΛΛΑ ΧΑΡΙΝ ΤΙΝΟΣ; ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

euro banknotes - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

euro banknotes - Σόλων ΜΚΟ

 Οι ελληνικές τράπεζες, ενισχυμένες από το πακέτο διάσωσης εκ μέρους του κράτους (δηλαδή των Ελλήνων φορολογουμένων) με σκοπό την ενίσχυση της δραστηριότητάς τους μέσα στην Ελλάδα, αντί να σπεύσουν να εκπληρώσουν αυτή την υποχρέωσή τους, σπεύδουν να ενισχύσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στα Βαλκάνια.
           Επικαλέστηκαν βέβαια σαν δικαιολογία (Βλέπετε 1) το ότι τα χρήματα που διαθέτουν σε αυτή τη δράση δεν είναι αυτά που πήραν από το κράτος, αλλά άλλα κεφάλαια δικά τους και από άλλες πηγές!
Φωτό: Wikipedia

                 Εδώ χρειάζεται κάποια αποσαφήνιση των εννοιών, τουλάχιστον στο βαθμό που τα γεγονότα μας είναι γνωστά, επειδή –λογικά υποθέτουμε- δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και γεγονότα που δεν είναι γνωστά στο κοινό και που θα μπορούσαν ίσως να τροποποιήσουν την εικόνα είτε προς το χειρότερο είτε προς το καλύτερο. Αλλά γι’ αυτό απαιτείται και κοινωνικός διάλογος, όταν μάλιστα τα μέλη αυτής της κοινωνίας είναι ακριβώς αυτοί που πρόκειται να πληρώσουν την κακοδιαχείριση και τα κερδοσκοπικά ρίσκα των τραπεζών.

               Τι ακριβώς λοιπόν εννοούν όταν λένε ότι τα χρήματα που θα «εξάγουν» έξω από τη χώρα μας δεν είναι αυτά που πήραν από το ελληνικό κράτος ως βοήθεια; Μήπως ότι τα συγκεκριμένα χρήματα της βοήθειας είναι εξειδικευμένα αντικείμενα από χαρτί ή μέταλλο που τα ξεχωρίζουν –για κάποιον άγνωστο λόγο- από άλλα παρόμοια και ισοδύναμα; Γιατί είναι γνωστό ότι τα χρήματα ενσωματώνουν μία ιδεατή αξία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με βάση οποιαδήποτε αφηρημένη χρηματική μονάδα, όπως ευρώ, λεπτό του ευρώ, χαρτονομίσματα των 50, 100 κ.ο.κ., ή σύνολο μονάδων ίσης αξίας. Αδιάφορο η μορφή του αντικειμένου που ενσωματώνει την αξία, δηλαδή για αξία των 100 ευρώ αν θα είναι δύο χαρτονομίσματα των 50 Ε ή ένα χαρτονόμισμα των 100 Ε ή διακόσια νομίσματα των 50 λεπτών του ευρώ! Τα ίδια λοιπόν τα χρήματα ως αντικείμενα είναι απολύτως αντικαταστατά. Μάλιστα μία έννομη σχέση βάσει της οποίας κάποιος είναι υποχρεωμένος να κάνει προς άλλον κάποια παροχή (όπως είναι οι τράπεζες βάσει της συμφωνίας τους με το ελληνικό κράτος να διοχετεύσουν τα χρήματα της βοήθειας προς ενίσχυση της οικονομίας στην Ελλάδα) θεωρείται χρηματική, «όταν η παροχή της έχει ως αντικείμενο αξία χρήματος, η οποία αξία προσδιορίζεται ποσοτικά σύμφωνα με κάποια αφηρημένη μονάδα»…και «χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν αποτελεί παροχή ιδιοκτησίας ή άλλου δικαιώματος στα συγκεκριμένα αντικείμενα που συνιστούν το χρήμα, αλλά παροχή ασώματης, αφηρημένης αξίας που εκφράζεται ποσοτικά ως πολλαπλάσιο ή ιδανικό μέρος κάποιας αφηρημένης μονάδας (Βλέπετε 2).

             Τι ακριβώς λοιπόν εννοούν (αν δεν εννοούν αυτό); Μήπως ότι υπάρχει κάποιος άλλος ειδικός λογαριασμός, δεσμευμένος για την υποχρεωτική αυτή χρήση εντός της Ελλάδας αλλά ανεξάρτητος από άλλους υπάρχοντες παράλληλους λογαριασμούς; Όμως όταν δόθηκε αυτό το ποσόν ή έστω μέρος του, εξετάστηκε (στο βαθμό βέβαια που όντως έγινε κάποια έρευνα, γιατί θα μπορούσε θεωρητικά και να μην έχει γίνει καμμία) το σύνολο της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών, δηλαδή η κατάστασή τους ως περιουσιακής ολότητας, και υποτίθεται ότι η ύπαρξη οικονομικών αποθεμάτων θα έπρεπε να είναι γνωστή στο κράτος. Αν ήταν γνωστή ή, αν δεν ήταν μεν γνωστή, αλλά επειδή δεν φρόντισαν να την εξασφαλίσουν κατά το δυνατόν οι κρατικοί φορείς, τότε η ευθύνη ανήκει στους κρατικούς παράγοντες που δεν την συνυπολόγισαν ως ώφειλαν κατά τη χορήγηση της βοήθειας. Αν όμως οι τράπεζες την είχαν αποκρύψει, τότε η ευθύνη είναι δική τους και θα πρέπει να μην προχωρήσουν στην εξαγωγή των χρημάτων και ίσως να τα επιστρέψουν αν δεν προτίθενται να τα χρησιμοποιήσουν για τον λόγο για τον οποίο τους δόθηκαν. Και τους δόθηκαν επειδή το σύνολο της οικονομικής κατάστασής τους  είναι αρνητικό και επιβλαβές για την οικονομία της χώρας και την οικονομική κατάσταση των πολιτών της. Εάν η κατάσταση των τραπεζών ήταν τέτοια που να μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι επιχειρήσεις τους και τα χρέη τους στο εξωτερικό, αυτό θα εσήμαινε ότι είχαν επαρκή αποθέματα και για την Ελλάδα, χωρίς ανάγκη για κρατική βοήθεια. Αυτό θα συνέβαινε, επειδή ο κύριος όγκος εργασιών τους είναι στην Ελλάδα και φυσικά ανάμεσα στα Βαλκάνια και τη χώρα μας, σε περίπτωση που τα κεφάλαιά τους δεν επαρκούσαν για όλες τις δράσεις τους στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, θα επέλεγαν να τα διαθέσουν μέσα στην ίδια την Ελλάδα και όχι στο εξωτερικό μόνον για λόγους του ιδίου του οικονομικού συμφέροντός τους.

             Παράλληλα όμως η κυβέρνηση ώφειλε να γνωρίζει ότι η ζημιά των συγκεκριμένων τραπεζών είναι εξελισσόμενη υπό τις διεθνείς νομισματικές εξελίξεις, όπως και στο πλαίσιο της αλληλόχρεης κατάρρευσης των οικονομιών και των συναλλασσομένων επιχειρήσεων. Αυτό χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Επίσης το κράτος οφείλει να γνωρίζει ότι μεγάλοι παίκτες της αγοράς, όταν χάνουν, λειτουργούν με το σύνδρομο του χαρτοπαίκτη σαν εξαρτημένοι, παγιδεύονται σε απέλπιδες προσπάθειες να πάρουν πίσω όσα έχασαν μπαίνοντας πιο βαθιά στο παιχνίδι, λειτουργώντας κερδοσκοπικά σε ένα φαύλο κύκλο. Αυτό εξάλλου φαίνεται και από το αίτημα των χρηματιστηριακών αγορών να επανέλθει το σορτ-σέλινγκ (short-shelling) (Βλέπετε 3), αναδεικνύοντας έτσι έλλειψη κάθε αίσθησης μέτρου ευθύνης και σύνεσης.

              Οι τράπεζες προφανώς ήταν βαριά εκτεθειμένες και ήταν αναγκασμένες να δεχθούν τους όρους της κρατικής βοήθειας. Όμως δεν πιέστηκαν από τους αρμόδιους κρατικούς και ελεγκτικούς φορείς, δεν λειτούργησαν με όρους διαφάνειας με πρόσχημα τη διάσωσή τους στο χρηματιστήριο και τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας από ένα κλίμα πανικού και τώρα που δέχονται την οικονομική βοήθεια, φέρονται αλαζονικά. Από την ώρα που το σύνολο της τράπεζας δέχεται βοήθεια, δεσμεύεται το σύνολο της τράπεζας στην κατεύθυνση της βοήθειας λειτουργικά και υπακούει στις αναλογίες και το κατ’ οικονομία της στήριξης. Και μάλιστα, εφόσον το κύριο ζήτημα και ενδιαφέρον των τραπεζών είναι οι εισροές τους για τη βιωσιμότητά τους, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να πουν μετά για τις εκροές τους ότι «αυτό δεν είναι από αυτά τα λεφτά». Εκείνο που τους ενδιαφέρει για τη βιωσιμότητά τους είναι η επάρκεια εισροών. Από την στιγμή που δεν έχουν αυτή την επάρκεια και βγαίνουν εκτός της αγοράς, δεσμεύονται εν συνόλω μεταβατικά σε μία νέα λειτουργία μέχρι την εξυγίανση του συστήματος. Να μην ξεχνάμε ότι έγινε έρευνα της κάθε τράπεζας ως οικονομικής ολότητας και επειδή ως οικονομικές ολότητες έπασχαν, τους δόθηκε η κρατική βοήθεια σε δεσμευμένη όμως κατεύθυνση για το σύνολο της κάθε τράπεζας.

              Οι τράπεζες λοιπόν ενισχύθηκαν ως περιουσιακές ολότητες. Με δεδομένη την παραπάνω ομοιογένεια του χρήματος ως αξίας, η χρηματική κατάσταση των τραπεζών αντιμετωπίστηκε ως ολότητα και το σχέδιο σωτηρίας δεν διαφοροποιήθηκε στη λογική των διαφορετικών επιχειρηματικών δράσεων των τραπεζών, αλλά δόθηκε ως στήριξη του ρόλου των τραπεζών για τη ρευστότητα στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς το καθοριστικό είναι ο ρόλος τους στην εθνική οικονομία. Η ίδια η έννοια της ρευστότητας είναι πλήρως αντιδιαστελλόμενη με τον ισχυρισμό τους ότι δεν είναι από αυτά τα χρήματα, καθώς η έννοια της ρευστότητας υποδηλώνει την περιουσιακή θέση των τραπεζών ως ολότητα που συμμετέχει στη ροή του χρήματος. Τα χρήματα δεν δόθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες ως επιχειρήσεις, αλλά για το ρόλο τους στη ρευστότητα. Η μετάβαση συνεπώς ή η μεταφορά από εσωτερικές επιχειρηματικές επιλογές δεν συμπεριλαμβάνεται στη λογική των σχεδίων διάσωσης, παρά μόνον υπό τη λογική της στήριξης των δανειοληπτών στην εσωτερική αγορά. Δεν συμπεριλαμβάνεται, καθώς, όπως είδαμε πριν, δεν υφίσταται παροχή ιδιοκτησίας ή άλλου δικαιώματος στο χρήμα ως συγκεκριμένο αντικείμενο (βλέπε παραπάνω), αλλά αντίθετα μάλιστα η έννοια του χρήματος ως ασώματης και αφηρημένης αξίας παραπέμπει δεσμευτικά για το σύνολο της τραπεζικής ρευστότητας στους στόχους των σχεδίων διάσωσης.

             Και εν πάση περιπτώσει εγείρονται και άλλα ερωτήματα: Γιατί σε τελευταία ανάλυση δεν ξεκίνησαν πρώτα με την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας, εφόσον πήραν χρήματα γι’ αυτό; Αντ’ αυτού σπεύδουν για τα συμφέροντά τους στα Βαλκάνια. Δηλαδή να πληρώσει ο έλληνας φορολογούμενος για ιδιωτικές δράσεις άλλων (των τραπεζών) σε ξένες χώρες και σε όφελος άλλων κοινωνιών! Αυτό βέβαια αποτελεί μία θαυμαστά στρεβλή όψη της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» που, ως στρεβλότητα στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι παρά μια επέκταση σε διεθνές επίπεδο αυτών που συμβαίνουν τόσο σε εθνικό όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο (για να μην ξεχνάμε το ανθρωπολογικό υπόβαθρο όλων των δεινών και εξελίξεων). Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε άμεσα να διαπιστώσουμε αν τα χρήματα που έλαβαν ως κρατική βοήθεια θα διοχετευθούν στην ελληνική αγορά. Εκτός και αν, όπως μπορούμε να υποψιαστούμε, στο εξωτερικό είναι έκθετες σε μεγαλύτερες θεσμικές πιέσεις έναντι ανειλημμένων υποχρεώσεων και συμβάσεων, επειδή δεν είναι σε φιλικό περιβάλλον όπου να τους περιβάλλει το κύρος τους σαν θώρακας και η συνεργός συμπάθεια της ελληνικής κοινωνίας. Εδώ δεν πιέζονται θεσμικά και έτσι από αλλού παίρνουν και αλλού δίνουν!

             Γι’ αυτό και θεωρούμε ότι κακώς σχεδιάστηκε το σχέδιο διάσωσης θεσμικά. Εξάλλου και ο, παγκόσμια πλέον γνωστός για την αξιολογητική εγκυρότητά του, καθηγητής κ. Ρουμπίνι πρότεινε στο Νταβός κρατικοποίηση των τραπεζών.  Τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων και οι εγγυήσεις του Δημοσίου θα έπρεπε να παρείχοντο στις τράπεζες μόνον υπό τον όρο της πλήρους κρατικοποίησης της διοίκησής τους μεταβατικά με το καθεστώς του Επιτρόπου της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ακριβώς συνέβη στην Τράπεζα Κοσκωτά κατά τη διαδικασία της εξυγίανσής της από το ομώνυμο σκάνδαλο. Μόνον έτσι και όχι από τον αλαζονικό «πατριωτισμό» των ιδιοκτητών και των μάνατζερ των τραπεζών θα μπορούσε να ελεγχθεί το πλαίσιο χορηγήσεων για την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και της διατήρησης ρευστότητας για τη στήριξη της εθνικής οικονομίας.

              Πέραν αυτού ο ίδιος ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας θεωρεί επισφαλή τη μεταφορά των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια στην παρούσα οικονομική κρίση, επειδή αυτή ενέχει και συναλλαγματικούς κινδύνους (Βλέπετε 4). Να σκεφθούμε λοιπόν ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να πληρώσουμε επιχειρηματικές δράσεις που όχι μόνον είναι διαφορετικές από αυτές που συμφωνήθηκαν, αλλά που πρόκειται κιόλας να αποτύχουν και να βρεθούμε έτσι σε ακόμη χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία βρισκόμαστε τώρα. Αυτό θα συμβεί, γιατί η τότε θέση των τραπεζικών ιδρυμάτων θα είναι ακόμη χειρότερη από την σημερινή και γιατί ο ελληνικός λαός θα έχει απολέσει και ένα μεγάλο ποσόν χρημάτων που θα μπορούσε να έχει διατεθεί περισσότερο επωφελώς για τον ίδιο –αν βέβαια θεωρούμε ότι το κράτος υπάρχει για τον λαό και όχι μόνον για λίγους ξεχωριστούς.

             Αλλά φυσικά μάλλον δεν πρόκειται να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, επειδή υπάρχει μία αδράνεια και μία εμπεδωμένη υπεροψία των ελίτ, που δεν μπορούν να κατανοήσουν τους καιρούς παρά μόνον με τον εαυτό τους ως επίκεντρο, πράγμα που είναι προάγγελος μεγάλων και άλυτων προβλημάτων.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
1)«Αντάρτικο τραπεζών για την ενίσχυση των θυγατρικών στα Βαλκάνια – Παρά τις συστάσεις της ΤτΕ δηλώνουν αποφασισμένες να στείλουν κεφάλαια», 10/2/2009, από http://new.enet.gr/?i=news.el.home&id=16057, αccessed 11/2/2009.
2)Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Ζέπος, 1969, σελ. 127.
3)«Πρωτοβουλίες για την επαναφορά του short-shelling», από http://www.capital.gr/News.asp?id=673944, accessed 11/2/2009.
4)«Προβόπουλος προς τράπεζες: Μην … εξάγετε τα 28 δις», 29/1/2009, από http://new.enet.gr/?i=news.el.home&id=12070, accessed 11/2/2009.         
 

11 Φεβρουαρίου 2009, 

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος 
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ