ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΟΙΗΜΑ “ΤΟΡΚΟΥΕΜΑΔΑ” ΤΟΥ ΧΕΝΡΥ ΛΟΝΓΚΦΕΛΛΟΟΥ

Henry Wadsworth Longfellow - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Henry Wadsworth Longfellow - Σόλων ΜΚΟ

Στην ηρωική εποχή, που την Ισπανία κυβερνούσαν
ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα,
και αυτούς κυβερνούσε ο Τορκουεμάδα
με τον λεπτοφυή του εγκέφαλο,
σαν Μεγάλος Ιεροεξεταστής της Ισπανίας,
σ’ ένα μεγάλο κάστρο κοντά στο Βαλλαδολίδ,
περίκλειστο με τάφρο και ψηλό 
κι από δάση όμορφα κρυμμένο, 
κατοικούσε, όπως τα χρονικά μας λένε,
ένας ηλικιωμένος ευγενής, περήφανος και λιγομίλητος,
που τ’ όνομά του χάθηκε
μαζί με τους πέτρινούς του πύργους
κι ακόμα όλες οι πράξεις του, εκτός από μία μόνο,
μία, μα τόσο τρομερή, που ίσως καλύτερα θα ήταν
εάν ξεχνιότανε κι αυτή μαζί με όλα τ’ άλλα.

Εκτός αν κατά τύχη τα μάτια μας 
σ’ αυτήν μπορέσουν να διακρίνουν
το μαρτύριο να θριαμβεύει πάνω στην αμαρτία.
Μια διπλή εικόνα, με σκοτάδι και λαμπρότητα,
η λάμψη επάνω και ο θάνατος κάτω. 
O βλοσυρός αυτός άνθρωπος
μετρούσε την κάθε του μέρα για χαμένη,
αν τα πόδια του ιερό κατώφλι δεν διάβαιναν,
κι αν τύχαινε να συναντήσει
τη θεία μετάληψη να περνάει,
γονάτιζε κατ προσευχότανε ευλαβικά
καταμεσής στον δρόμο.

Συχνά εξομολογιότανε και με κάθε σκέψη αντάρτικη, σαν μ’ άγρια θηρία στην Έφεσο, πολεμούσε.
Με συντριβή βαθειά βασάνιζε τον εαυτό του την Σαρακοστή.
Στις πομπές βάδιζε με το κεφάλι του σκυφτό.
Σε έργα χριστιανικά συχνά τον βλέπανε
και στη γιορτή των Βαΐων κρατούσε τον πράσινό του κλώνο.
Για μόνη του διασκέδαση του κάπρου το κυνήγι είχε μέσα στις πυκνές λόχμες του γερασμένου δάσους 
ή να πηγαίνει με τα κουδουνιστά μουλάρια του
στις μεγάλες ταυρομαχίες της γειτονικής πόλης
ή μέσα στο πλήθος με αναμμένα κεριά να στέκεται, 
όταν καιγόντουσαν οι εβραίοι
ή εξοριζόντουσαν από την χώρα.
Και τότε μέσα του μια σκοτεινή χαρά αναδυότανε.
δαίμονας, που απόλαυσή του είναι να καταστρέφει, τον κουνούσε και κραύγαζε με διαπεραστική φωνή: ‘‘Σκότωσε, σκότωσε,
και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του’’. 
Και τώρα, σ’ αυτό το παλτό κάστρο του δάσους,
οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,
γυρνώντας από το μοναστηριακό σχολείο τους,
έκαναν να λάμπει σαν λουλούδια το σκιερό δάσος, θυμίζοντάς του 
το πρόσωπο της πεθαμένης τους μητέρας, 
όταν κι εκείνη είχε πρωτοέλθει στον σκοτεινό αυτό τόπο. 
Μια μνήμη στην καρδιά του αμυδρή και γλυκιά, σαν φεγγαρόφωτο σε δρόμο μοναχικό,
όπου σι ίδιες ακτίνες, που τη θάλασσα φουσκώνουν, πέφτουν αξιαγάπητες αλλά αδύναμες
πάνω σε τοίχους πέτρινους.
Αυτές οι δυο όμορφες κόρες χαμένης μάνας
ήταν όλο τ’ όνειρο πού του άφησε σαν έφυγε.
Χαρά στην αρχή κι έπειτα μια αυξανόμενη φροντίδα, καθώς μια φωνή μέσα του φώναζε: ‘‘πρόσεχε’’.
Ένα αόριστο προαίσθημα
μιας επικείμενης καταστροφής,
σαν βήματα φαντασμάτων σ’ έρημο δωμάτιο, 
τον στοίχειωνε μέρα και νύχτα…
ένας φόβος άμορφος, πως ο θάνατος ήταν κοντά 
για κάποιον από το σπίτι του,
με σκοτεινά προμαντέματα για κάποιο κρυφό έγκλημα, έκανε την ίδια τη ζωή θάνατο πριν την ώρα. Ζηλόφθονος, καχύποπτος, χωρίς αίσθηση ντροπής, κατάσκοπος ενάντια στις ίδιες του τις κόρες έγινε. 
Με βελούδινες παντόφλες,
αθόρυβα στα πατώματα γλιστρούσε απαλά 
μέσα από μισανοιγμένες πόρτες.
Πότε στα δωμάτια και πότε πάνω στις σκάλες, βρισκόταν δίπλα τους πριν καν τον καταλάβουν. 
Τις άκουγε στο πέρασμά τους όταν μιλούσαν, 
τις παρακολουθούσε από τα παραθυρόφυλλα ό
ταν περπατούσαν,
έβλεπε τον τσιγγάνο στου ποταμού τις όχθες, 
έβλεπε τον καλόγερο
ανάμεσα στις σημύδες να γλιστράει και,
βασανισμένος από το μυστήριο
και την αμφιβολία κάποιου σκοτεινού μυστικού, 
άφηνε το ψάξιμό του, και
ματαιοπονώντας σταματούσε, κι έπειτα ξαναβεβαιωμένος 
κυνηγούσε το ιπτάμενο φάντασμα του μυαλού του.
Τις παρακολουθούσε
ακόμη κι όταν γονατίζανε στην εκκλησία,
κι ύστερα, ξεπέφτοντας ακόμα πιο χαμηλά στο ψάξιμό του, 
ρωτούσε τους υπηρέτες και με πυρετώδη μάτια 
άκουγε δύσπιστος τις απαντήσεις τους.
ο τσιγγάνος; Κανείς δεν τον είχε δει στο δάσος! 
ο μοναχός; Ένας επαίτης που ζητιάνευε τροφή! 
Στο τέλος η φοβερή αποκάλυψη ήλθε
και με μιας συντρίβει περηφάνια καταγωγής και ονόματος. 
Οι ελπίδες, που στο στήθος με λαχτάρα έτρεφε 
και οι προγονικές δόξες απ’ το παρελθόν,
όλες έπεσαν με μιας, συντρίφτηκαν στην καταισχύνη. Οι κόρες του μιλούσαν στην σιγαλιά της νύχτας, 
στο δωμάτιό τους κατ στα σκοτεινά,
και αυτός, παρακολουθώντας τες καθώς συνήθιζε, 
τις κρυφάκουσε
και έμαθε το τρομερό μυστικό λέξη προς λέξη, 
κι ορμώντας από το κάστρο του με μια κραυγή 
ύψωσε τα χέρια του στον άσπλαχνο ουρανό επαναλαμβάνοντας μια λέξη φοβερή,
έως ότου θάμνοι και δέντρα,
πιάνοντάς την, με φρίκη απάντησαν ‘‘Αίρεση!’’
Τυλιγμένος στο παλτό του,
και με το πρόσωπό του βαθειά μες το καπέλο, 
άλλοτε ορμώντας κι άλλοτε παραπατώντας,
όλη την νύχτα περιδιάβαινε του πάρκου τις αλέες, 
κι αθέατο σύντροφο μέσα στο σκοτάδι είχε 
τον δαίμονα που μέσα του ενέδρευε
και με την παρουσία του έκανε την αγάπη του μίσος, πάντα μουρμουρίζοντας υπόκωφα,
‘‘σκότωσε! σκότωσε!
και άφησε τον Κύριο να βρει τους δικούς του!!’’. 
Και το πρωί μετά τον όρθρο
κι ενώ η δροσιά έλαμπε ακόμη πάνω στο γρασίδι 
και τα πουλιά κελάηδαγαν στα δέντρα
ο γέρο-ευγενής, προφέροντας λέξεις φοβερές,
στο σπίτι του πήγε με τον παπά, και στο δωμάτιό του κάλεσε τις 
τρομαγμένες κόρες του για την καταδίκη τους. 
Όταν ρωτήθηκαν, με απαντήσεις σύντομες απάντησαν, κι ούτε τις κατηγορίες απέφυγαν ή αρνήθηκαν. Διαμαρτυρίες, διάπυρες εκκλήσεις,
το καθετί που η ανθρώπινη καρδιά
πιο πολύ φοβάται ή καταλαβαίνει,
μάταια ο παπάς δοκίμασε με ένθερμη φωνή,
μάταια ο πατέρας απείλησε, έκλαψε κατ προσευχήθηκε,
μέχρις ότου με αλαζονεία στο τέλος είπε:
‘‘τότε το Ιερό Γραφείο πρέπει να παρέμβει!’’. 
Και τώρα ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής της Ισπανίας, 
με τους πενήντα καβαλάρηδες της ακολουθίας του, 
το τρομερό του όνομα να αντηχεί
σαν την βροντή επικήδειων σαλπίγγων,
καθώς προχώραγε έφθασε στο Βαλλαδολίδ κι εκεί άρχισε 
να κατατρύχει τους πλούσιους εβραίους
με φωτιά και κατάρες.
Σ’ αυτόν ο ευγενής πήγε και στην πύλη
ζήτησε ακρόαση για κρατικές υποθέσεις,
και σε δωμάτιο μυστικό
στάθηκε μπρος σε σεβάσμιο ογδοντάρη γκριζογένη, ντυμένο με κουκούλα και ρούχα μοναχού.
Στα μάτια του έλαμπε ένα αναλίσκον πυρ,
και στα χέρια του κέρας μυστικό κρατούσε,
που δηλητήρια και μάγια ολέθρια μπορούσε να διαλύσει. 
Σε ησυχία μέσα άκουσε του ευγενούς την ιστορία, 
κι ύστερα του απάντησε
με φωνή που τον έκανε να δειλιάζει:
‘‘Τέκνο της εκκλησίας!
Όταν ο Αβραάμ ο αρχαίος διατάχθηκε
το μοναδικό παιδί του να θυσιάσει,
δεν έκατσε να διαπραγματευτεί ή να διαμαρτυρηθεί, αλλά έσπευσε την προσταγή του Κυρίου να υπακούσει.
Σ’ εκείνον η πράξη αυτή θεωρήθηκε δικαιοσύνη. 
Η Αγία Εκκλησία από σένα λιγότερα δεν θα ζητήσει’’. Ιερή μανία κυρίευσε του πατέρα το μυαλό
και το έλεος από την ώρα αυτή μάταια τον εκλιπαρούσε. A! και ποιός άραγε θα πίστευε τις λέξεις που θα πω; 
Τις κόρες του κατήγγειλε και την ίδια μέρα 
κι οι δυο τους ρίχτηκαν στης φυλακής το σκότος, 
τον σκυθρωπό προθάλαμο του τάφου,
κατηγορημένες, καταδικασμένες και οδηγημένες στην πυρά, 
το μυστικό μαρτύριο και την δημόσια αισχύνη. 

Κι έπειτα στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή και πάλι,
ο ευγενής πήγε, πιο ένθερμος από ό,τι πριν, και είπε: ‘‘Όταν ο Αβραάμ πρόσφερε τον γιό του,
αυτός κι έσκισε τα ξύλα της θυσίας.
Κι εμένα, διδαγμένο απ’ το παράδειγμά του,
άσε με να φέρω ξύλα από το δάσος
για την προσφορά μου’’.
Κι η βαθειά φωνή, χωρίς διακοπή, απάντησε: 
‘‘Γιέ της Εκκλησίας!
Απ’ την πίστη σου τώρα δικαιωμένος,
ολοκλήρωσε την θυσία σου καθώς επιθυμείς 
Κι η Εκκλησία
την συνείδησή σου λύνει από κάθε ενοχή!
’’
Έπειτα, ο αθλιότατος αυτός πατέρας,
στα δάση, που το κάστρο του περιτριγύριζαν, πήγε, όπου κάποτε οι κόρες του σαν παιδάκια παίζανε 
με την νεαρή τους μάνα, σε ήλιο και σκιές.
Τώρα όλα τα φύλλα είχαν πέσει και τα γυμνά κλαδιά έναν θρήνο διαρκή αναδίνανε στον αέρα,
και κρώζοντας από τις φωλιές τους πάνω
τα κοράκια διασχίζανε τον μολυβένιο ουρανό.
Με τα χέρια του έκοψε κλαδιά και δεμάτια έφτιαξε, 
που έτριζαν με ήχους προμηνύματα,
κατ πάνω στα μουλάρια του, στολισμένα και χαρούμενα,
με κουδούνια και φούντες, τα έστειλε στον προορισμό τους. 
Έπειτα, με το μυαλό του σ’ ένα σκοτεινό σκοπό, 
και πάλι στον Ιεροεξεταστή πήγε, λέγοντας:
‘‘Να, τα δεμάτια έφερα,
και τώρα, για να μην είναι η εξιλέωσή μου άχρηστη, ικανοποίησέ μου άλλη μια απαίτηση,
μια τελευταία επιθυμία
με τα ίδια μου τα χέρια ν’ ανάψω την νεκρική πυρά’’ 
Κι ο Τορκουεμάδα απάντησε από την θέση του:
‘‘Γιέ της Εκκλησίας! H προσφορά σου ολοκληρώθηκε. Οι υπηρέτες της στους αιώνες δεν θα πάψουν 
να δοξάζουν την πράξη σου. Ύπαγε εν ειρήνη!”. 

Στην πέτρινη αγορά στήθηκε το ικρίωμα,
όπου ο θάνατος έπαιρνε τα δικαιώματά του. 
Στις τέσσερεις γωνιές, με ύφος βλοσυρό,
τέσσερα αγάλματα εβραίων προφητών βρισκόντουσαν, ατενίζοντας με ήρεμη αδιαφορία στην ματιά τους 
τον τόπο αυτό της ανθρώπινης θυσίας,
και γύρω μαζευότανε με γρηγοράδα το πρόθυμο πλήθος, με οχλοβοή φωνών παράφωνων και δυνατών 
και κάθε στέγη και παράθυρο ήταν ζωντανό,
με θεατές ανήσυχους, που συνωστίζονταν σαν την κυψέλη. 
Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα,
οι ψαλμωδίες των μοναχών πλησίαζαν,
δυνατές σάλπιγγες ηχούσαν τις φοβερές τους νότες,
μια γραμμή δαυλών καπνίζανε στο μάκρος του δρόμου, υπήρχε μια κίνηση, μια ορμή και ποδοβολητό, 
και με τα λάβαρά της να ανεμίζουν αργά
η μακριά πομπή μπήκε στην πλατεία
και προς τα αγάλματα των προφητών βαδίζοντας 
τα θύματα στάθηκαν, με δεμάτια σωριασμένα γύρω. Τότε όλο τον αέρα η βροντή των σαλπίγγων δόνησε
και δυνατότερα έψαλαν οι μοναχοί με καμπάνες και βιβλία, 
και ο ευγενής, αγέρωχος, βλοσυρός και περήφανος, σήκωσε τον δαυλό του και περνώντας μέσα από το πλήθος
άναψε με βιασύνη τα δεμάτια
κι αμέσως τόσκασε
μήπως και σι ικετευτικές ματιές τους
τον ξάπλωναν νεκρό!
Ω, άσπλαχνοι ουρανοί! Γιατί τα σύννεφά σας κράτησαν για λιβάδια αγροτών τους κρουνούς
Ω, άσπλαχνη γη! Γιατί δεν άνοιξες μιαν άβυσσο,
για να θάψεις μέσα στο χάσμα της ένα τέτοιο έγκλημα;
Την ίδια νύχτα, μια στήλη ανάμεικτη από φωτιά και καπνό 
από τα σκοτεινά σύδεντρα του δάσους αναδύθηκε, 
και λάμποντας πάνω στο τοπίο
έκανε όλα τα λειβάδια και τα χωριά φωτεινά σαν μέρα. Τυλιγμένο σ’ ένα πέπλο φωτιάς το κάστρο έλαμπε
και, καθώς οι χωρικοί με τρόμο κοίταζαν,
είδαν τη φιγούρα του σκληρού ιππότη
να γέρνει έξω από το παράθυρο στο ύψος του πύργου, με το ωχρό του πρόσωπο φωτισμένο από την λάμψη,
τα χέρια υψώθηκαν πάνω απ’ το κεφάλι του σε προσευχή 
ως ότου το πάτωμα βούλιαξε από κάτω του
και έπεσε μέσα στην μαύρη τρύπα
του φλεγόμενου πηγαδιού.
Τρεις αιώνες και πιο πολύ στα κόκαλά του
συσσωρεύτηκαν τα χρόνια της λήθης σαν πέτρες νεκρικές. 
Το όνομά του εξαφανίστηκε μαζί του, και κανένα ίχνος δεν απέμεινε στην γη της βασανισμένης του γενιάς. Αλλά του Τορκουεμάδα τ’ όνομα
με σύννεφα σκοτεινιασμένο
προβάλλει στο μακρινό τοπίο του παρελθόντος, 
σαν ένας καμμένος πύργος
πάνω σε μαυρισμένο χερσότοπο,
φωτισμένος από τις φλόγες των καιόμενων ξύλων”.

Μετάφραση: Γιάννης Παρασκευουλάκος

Σχετικά άρθρα