1

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΜΕΡΟΣ Α’) (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα της πρόκλησης του θανάτου ενός νέου ανθρώπου από σφαίρα αστυνομικού και της επακόλουθης εξέγερσης της νεολαίας έχουμε τρία αρχικά σημεία στα οποία πρέπει να δώσουμε την προσοχή μας.

 


1)Το βίαιο θάνατο ενός πολύ νεαρού παιδιού, ο οποίος είναι ένα πολύ λυπηρό και άδικο γεγονός, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά μόνο να λυπηθούμε γι’ αυτό. Ο θάνατος καθαυτός είναι ένα πολύ λιτό και οριστικό γεγονός το οποίο δεν μπορούμε να αναιρέσουμε, αλλά έχει δραματικές προεκτάσεις τόσο για την οικογένεια του χαμένου παιδιού όσο και για τη νεολαία που ανδρώνεται σε ένα τόσο διχασμένο και ουσιαστικά ανερμάτιστο περιβάλλον.

2)Τη δράση των σωμάτων ασφαλείας που εκπροσωπούν το κράτος. Η συμπεριφορά ανθρώπων που υπηρετούν σε αυτά τα σώματα είναι παλαιό πρόβλημα και υπάρχει μακρά εμπειρία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις χώρες, από αυταρχισμούς ανθρώπων που είναι περιβεβλημένοι με την κρατική εξουσία.

Αυτό όμως που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και ανάλυση είναι το γεγονός ότι αυτή η κατάσταση συνεχίζεται ακόμη και στις ημέρες της έντονης ελευθεριότητας της εποχής μας. Σε αυτές τις ημέρες επιπλέον ισχύει και το δόγμα της «ελεύθερης» οικονομίας, στο οποίο επιτρέπεται από το ίδιο το κράτος σε ιδιώτες να κερδοσκοπούν ασύστολα στον τομέα των τροφίμων και της ενέργειας που αποτελούν βασικά είδη επιβίωσης για ολόκληρη την ανθρωπότητα, πράγμα που είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσον είναι σύμφωνο με τις συνταγματικές και διεθνείς αρχές δικαίου. Ταυτόχρονα όμως, αλλά σε αντίφαση προς αυτήν την επιτρεπόμενη ελευθεριότητα, ενισχύεται το μοντέλο του αστυνομικού κράτους, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπόρεσε μέσω του εκπροσώπου του να αντέξει κάτι αφάνταστα μικρότερης σημασίας, τη λεκτική και ακίνδυνη αντίδραση νεαρών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούμε με τέτοιες συμπεριφορές. Όμως είναι ιδίωμα της κοινωνίας μας (και για του λόγου το αληθές, όλων των κοινωνιών μέχρι σήμερα) να προσπαθούν να διαφυλάξουν μόνον το κύρος των συμβόλων τους αλλά καθόλου την ουσία των πραγμάτων. Αυτό επομένως είναι μία αυταπάτη της κοινωνίας και μία υποκρισία.

3) Την ίδια την εξέγερση μιας μερίδας της νεολαίας. Αυτή η εξέγερση έχει ανησυχήσει πολύ τους Ευρωπαίους, κυρίως τους Γάλλους που είχαν δοκιμάσει κάτι αντίστοιχο πριν από δύο χρόνια στη χώρα τους και είχαν επισύρει την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης. 
Το αξιοπρόσεχτο της εξέγερσης στην Ελλάδα ήταν το πόσο ξαφνικά προκλήθηκε αυτή η ένταση και το ότι προκάλεσε αντιδράσεις και σε άλλες χώρες του κόσμου και όχι μόνον της Ευρώπης. Πιο αναλυτικά:

α.-Για το πόσο ξαφνικά προκλήθηκε αυτή η ένταση.
Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μέσα στην κοινωνία, όπως και στα άτομα, συσσωρεύονται μεγάλες εντάσεις, οι οποίες δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά και κυρίως από εκείνους που αδιαφορούν. Αυτές οι συσσωρευμένες εντάσεις μπορεί να πυροδοτηθούν ξαφνικά. Τέτοιες εντάσεις οφείλονται για παράδειγμα στην οικονομική πίεση, στην πίεση που επέρχεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κυβερνήσεις ανεπαρκείς στο να επιλύσουν τα κοινωνικά προβλήματα και σε αυτήν την ασυμβατότητα που υπάρχει ανάμεσα στην ανάγκη των πολλών και στην ανύπαρκτη καλή θέληση και ικανότητα των κυβερνώντων. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης γίνεται παράγοντας έκρηξης ακόμη περισσότερο όταν αφορά το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ενός τόπου ή ακόμη χειρότερα και της παγκόσμιας κοινωνίας, στην οποία τελευταία περίπτωση μάλιστα ο πολίτης έχει την αίσθηση ότι τον επηρεάζει, αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να την επηρεάσει καθόλου. Όμως αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης γίνεται ακόμη πιο δραματική και από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς μία κοινωνία ανταγωνιστική και αδιάφορη, άσχετα από τις κυβερνήσεις της. Επακόλουθο όλων αυτών είναι η αρνητικότητα της πρόβλεψης που κάνουν οι πολίτες για το μέλλον τους δεδομένων των δυσχερών καταστάσεων του παρόντος, η οποία βέβαια πρόβλεψη αφορά κυρίως οικονομικά θέματα, αν και αυτά επηρεάζουν και τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής τους.

Τελικά έχουμε μία τροποποίηση, μία ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, που πλέον ξεφεύγει από τα στερεότυπα του παρελθόντος και η φύση του οδηγείται σε διεύρυνση τόσο της σύνθεσής του όσο και των στόχων του, επειδή τώρα πλέον οι πολίτες διαθέτουν και την εμπειρία και τη γνώση του ψεύδους και της λειτουργίας μιας κοινωνίας της αφθονίας. Η οικονομία, ως λειτουργία και ως πρότυπο, έχει πλέον στη συνείδηση των πολιτών τόσο σαφή σύνδεση και ολοκληρωτική επιρροή στην πολιτική όπως και στο σύνολο του πολιτισμού και της προσωπικής ζωής τους, ώστε σε ένα αναδυόμενο εργατικό κίνημα θα ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που αισθάνονται να επηρεάζονται αρνητικά στην οικονομική τους κατάσταση ή σε άλλους τομείς της ζωής τους από αυτή την σύνδεση. Αυτοί οι άνθρωποι αναπόφευκτα θα αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του συνόλου.

Ωστόσο πρέπει να διαχωρίσουμε τις κινητοποιήσεις ιδεολογικά και πολιτικά πλήρως από την εμπρηστική βία και ως προς τα κίνητρα και ως προς τη μέθοδο, όμως και πάλι στην κατανόηση των γεγονότων πρέπει να κυριαρχήσουν δύο στοιχεία: i.-H βία, πάντοτε και με όποια μορφή, από λόγους εγγενείς στην ανθρώπινη φύση υπήρξε συνοδοιπόρος, αν και σχεδόν πάντοτε εκτροπέας, της κρίσης και ii.-H παρούσα κρίση βρήκε το άλλοθί της ως μηδενιστικό ξέσπασμα τόσο σε εσωτερικά δεδομένα, όπως το σύστημα Βατοπέδι, όσο και στη διεθνή οικονομική και θεσμική κρίση.

β.-Για το ότι προκάλεσε αντιδράσεις και σε άλλες χώρες.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε το εξής: ότι από μια άποψη το κεφάλαιο προσπάθησε να διευρύνει τις αγορές μέσω της παγκοσμιοποίησής του και επεχείρησε μέσω των κυβερνήσεων να ανοίξει τα σύνορα των χωρών, όχι επειδή ήθελε πραγματικά παγκοσμιοποιημένες τις κοινωνίες, αλλά επειδή θα ήθελε να υπάρχει μία μερική παγκοσμιοποίηση, τόση ώστε να ανοίξουν τα σύνορα, να παύσουν οι πράγματι αρνητικοί προστατευτισμοί των εθνικών οικονομιών αλλά δυστυχώς και οι θετικές κοινωνικές ρυθμίσεις και να μπορεί έτσι το κεφάλαιο να έχει ένα ευρύτερο πεδίο αγοράς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα όσα ένας παράγοντας, όπως το κεφάλαιο, επιδιώκει για ιδιοτελή σκοπό είναι απορριπτέα. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει παγκοσμιοποίηση στην κοινωνία, διατηρουμένων βεβαίως των εθνοτικών ιδιομορφιών και χωρίς αυτή η παγκοσμιοποίηση να σημαίνει επιβολή ή γεωπολιτική ισχύος. 
Το ότι τέτοιου είδους ισορροπίες ανάμεσα στην παγκοσμιότητα και στην διαφορετικότητα (όπου η εθνότητα είναι μία διαφορετικότητα) είναι προς το παρόν δύσκολες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λανθασμένες ή αδύνατες. Όμως το κεφάλαιο ήθελε ταυτόχρονα, με παράδειγμα τις ΗΠΑ από όπου ξεκίνησε και η μετ’ επιτάσεως επιβολή αυτών τών μοντέλων, ένα ισχυρό αστυνομικό κράτος, ένα κράτος που να ασκεί έντονη αστυνόμευση με πρόσχημα την ασφάλεια, στο οποίο να μην υπάρχει μια αντίστοιχη ελευθερία όπως αυτή που υπήρχε ειδικά στον τομέα της «ελεύθερης» οικονομίας. Αυτό ήταν βέβαια μια τραγική αντίφαση που αξίζει να αναλυθεί κάποια στιγμή.

Η αγορά όντως επέφερε αναγκαστικά μέχρι ένα σημείο παγκοσμιοποίηση των κοινωνιών, γιατί για λόγους αγοράς άνοιξαν και τα σύνορα στην πληροφορία παντός είδους και με κάθε τρόπο. Δεν άνοιξαν μόνο τα οικονομικά σύνορα, αλλά και τα πολιτισμικά, όπου μάλιστα αυτός που εξήγαγε το δικό του πολιτισμικό μοντέλο ήταν η Δύση, που προσπάθησε μέσω αυτού να επηρεάσει και να ελέγξει τις άλλες κοινωνίες.

Αυτό όμως που δεν υπολόγισαν καλά ήταν ότι: Με την πληροφορία ο άνθρωπος δημιουργεί μια άλλη και πληρέστερη εικόνα του κόσμου, επειδή η ροή της πληροφορίας δεν είναι απολύτως ελεγχόμενη, ώστε να αποτελεί ολοκληρωτικά μία αυταπάτη. Όταν ρέει η πληροφορία, αρχίζει και γίνεται παγκοσμιοποίηση και στο επίπεδο των λαών, στο επίπεδο της συνείδησής τους. Αυτό πυροδότησε τις βίαιες αντιδράσεις, μικρής βέβαια έκτασης, για τα γεγονότα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι οποίες δεν είχαν το ίδιο πρόβλημα. Φαντάζεται λοιπόν κανείς πώς θα αλληλοεπηρεάζονται οι χώρες στο σχετικά άμεσο μέλλον, όταν και εάν βεβαίως η οικονομική κρίση ενδυναμωθεί περαιτέρω, όταν και εάν η οικονομική κρίση επιφέρει τα, αναμενόμενα δυστυχώς, αποτελέσματά της. Ο Σαρκοζί όντως έχει ένα δίκιο που φοβάται μία παγκόσμια επανάσταση, μία παγκόσμια εξέγερση.

Και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το σημερινό πρόβλημα, εάν δεν ληφθεί υπόψη η σημερινή παγκοσμιότητα της κοινωνίας, γιατί πραγματικά υπάρχει η ανθρωπότητα ως ένα ενιαίο σώμα. Υπάρχουν φυσικά τα έθνη, αλλά υπάρχει και κάτι μεγαλύτερο από αυτά: η ανθρωπότητα. Και σήμερα αυτό είναι φανερό. Και αντί να το λάβει κανείς υπόψη του για ιδιοτελείς λόγους, τελείως στρατηγικά, δηλαδή απλά και μόνον για να εξεύρει τρόπους να το αποφύγει τελικά, θα πρέπει αντιθέτως να το λάβει σοβαρά υπόψη του σε όποιους σχεδιασμούς, κυρίως οι μεγάλες χώρες που έχουν και πραγματική δυνατότητα παγκόσμιου σχεδιασμού. Αλλοιώς, η προσπάθεια αποτροπής της παγκοσμιότητας, πιστεύουμε, δεν θα είναι επιτυχής, επειδή αυτή ήδη έχει επέλθει (σε κάποιο βαθμό) από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αλλά δεν είναι μόνον το κεφάλαιο που επέφερε αυτό το αποτέλεσμα. Είναι και το σύνολο της οικονομικής λειτουργίας που γενικά ωθεί σε σχέσεις και κυκλοφορία της πληροφορίας έστω και με αργό ρυθμό. Και φυσικά πίσω από την οικονομία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος, που συνεχώς κινείται προς διάφορες επιδιώξεις, οικονομικές και άλλες (άλλοτε βραδύτερα και άλλοτε ταχύτερα) που τον φέρνουν σε επαφή με το περιβάλλον του, πράγμα που καθιστούσε μια τέτοια εξέλιξη αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη. Το κεφάλαιο όμως και η απληστία του την επιτάχυνε.

Αυτή λοιπόν η προσπάθεια, κυρίως εκ μέρους των δυτικών χωρών με προεξάρχουσα την Αμερική, να ανοίξουν τις άλλες χώρες για να χρησιμοποιήσουν τις αγορές τους, αυτό ακριβώς σήμερα αποτελεί μπούμερανγκ ενάντια στις επιδιώξεις τους για κυριαρχία και στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κρίση με όσο το δυνατόν λιγότερες θυσίες από μέρους τους και με διατήρηση τουλάχιστον των εθνικών ή περιφερειακών τους ζωτικών χώρων. Βέβαια χώρες όπως η Κίνα έχουν επιχειρήσει να βοηθήσουν τις δυτικές οικονομίες, επειδή η κατάρρευση της Δύσης θα σημάνει και τη δική τους χρεωκοπία. Αυτό όμως σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει από τη δική τους μεριά ύπαρξη ηθικών κινήτρων, επειδή εξαναγκάζονται εκ των πραγμάτων να το κάνουν, παρόλο που έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, πολιτισμικές και κυρίως στρατηγικές, και επομένως αυτό δεν αποτελεί ένδειξη παραίτησης από τους τόσο γνωστούς για όλες τις δυνάμεις γεωπολιτικούς στόχους.

Η σημερινή λοιπόν κατάσταση συνδυάζει δύο αντίθετους παράγοντες: 
α)Την παγκοσμιοποιημένη οικονομία σε κρίση, πράγμα που σημαίνει ότι τα γεωπολιτικά «παιχνίδια» θα ενταθούν, γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνον για περιφερειακές εξουσίες αλλά για την πολυπόθητη παγκόσμια κυριαρχία, αφού το οικονομικό και στρατηγικό πεδίο επιρροής είναι πλέον το παγκόσμιο.
β)Την σχετικώς παγκοσμιοποιημένη κοινωνίαστην οποία πλέον αναδεικνύονται έντονα και γίνονται κοινή συνείδηση τα όμοια προβλήματα των κοινωνιών πέραν των πολιτισμικών και άλλων διαφορών τους. Βέβαια οι εθνοθρησκευτικές εξάρσεις ενάντια σε ξένες επιρροές φαίνεται να τείνουν να αναιρέσουν αυτήν την παγκοσμιοποίηση, όμως αυτό δεν είναι σίγουρο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ισχυρούς ως πρόσχημα, ως ένα νέο «διαίρει και βασίλευε», για επάνοδο στην υποτιθέμενη «ασφάλεια» του παρελθόντος, που φυσικά καθόλου ασφαλές δεν ήταν. Στις ΗΠΑ αυτό είχε ήδη επιχειρηθεί, τουλάχιστον από την κυβέρνηση Μπους, με παράλληλη τόνωση τόσο της «ελεύθερης» οικονομίας και διείσδυσης στις ξένες κοινωνίες όσο και της αστυνόμευσης της κοινωνίας και των συντηρητικών προτύπων ζωής. Αυτός φυσικά ο διχασμός της συνείδησης των ατόμων και των κοινωνιών εγγυάται την εμφάνιση στο μέλλον ενός φασισμού που ο ίδιος αποτελεί ουσιαστικά έναν διχασμό του ανθρώπου.

Όμως κάθε περίσταση ενέχει το δικό της ρίσκο αλλά ταυτόχρονα και τη δική της ευκαιρία. Και όσο πιο ευρύ είναι το πεδίο στο οποίο καλούμαστε να αποφασίσουμε, τόσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος από τυχόν λανθασμένη επιλογή, όμως ταυτόχρονα τόσο πιο μεγάλη είναι και η πιθανότητα μιας εκτίναξης στο μέλλον, ενός βήματος που πιο πριν δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Φυσικά σε καμμία περίπτωση δεν μιλάμε για ριζοσπαστικές ουτοπίες που σε μερικές περιπτώσεις ούτε αλήθεια έχουν ούτε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι εφικτές για μεγάλο μήκος χρόνου και οι οποίες εκφράζονται έτσι ώστε τελικά καθιστούν τις προβαλλόμενες ιδέες αναξιόπιστες. Όμως μιλάμε για άμεσες, υπαρκτές δυνατότητες που ίσως δεν διακρίνουμε με επάρκεια αξιολόγησής τους, επειδή βλέπουμε μόνον βραχυπρόθεσμα και υπό το πρίσμα των τωρινών πιέσεων. Ίσως λοιπόν να είναι και ελπιδοφόρο το μήνυμα αυτών των αντιδράσεων, ιδωμένο από μία ευρύτερη και πιο μακροπρόθεσμη σκοπιά, πέραν των αναπόφευκτων προβλημάτων που θα προκληθούν στα επόμενα χρόνια. Ότι αρχίζουν οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους να καταγράφουν την ύπαρξη και άλλων ανθρώπων και κοινωνιών χωρίς την παραμόρφωση εθνικιστικών υπερεμφάσεων, αν και αυτό απέχει προς το παρόν έτη φωτός από μια ιδανική παγκόσμια κοινωνία πολιτών και εθνών.



29 Δεκεμβρίου 2008

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ