1

ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΙΡΗΝΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

Η εσωτερική πρόσληψη  του πνεύματος της ειρήνης
Η εσωτερική πρόσληψη του πνεύματος της ειρήνης είναι υπόθεση του καθενός· έχει προσωπικές και ομαδικές διαστάσεις. Η εμφάνιση μιας σύγκρουσης μεταξύ της προσωπικής και ομαδικής συμμετοχικότητας στα πράγματα είναι θεμελιακά βασισμένη στην πλάνη. Μπορούμε να αρχίσουμε από αυτό το σημείο για να αλλάξουμε τη στάση μας απέναντι στα γεγονότα. Η προσωπική ευθύνη συνδέεται με τον προσωπικό αφοπλισμό και το τέλος του φθόνου. Ο φθόνος  είναι πηγή αντιδικίας και ολοκληρώνεται ως καταναλωτική παντοδυναμία της επιθυμίας και αβυσσαλέος ναρκισσισμός.

Η αποδοχή του Εαυτού είναι μια αφετηρία ειρήνης, αλλά αυτή η αγάπη προς τον Εαυτό δεν  συνοδοιπορεί με την υπερβολή της επιθυμίας. 

Συστημική Προσέγγιση στο ζήτημα της Ειρήνης
Η ειρήνη είναι ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει σε όλα τα επίπεδα: στο επίπεδο του στόχου μας για μια καθημερινότητα διαφορετική, στη σχέση μας με τη φύση, όπως και στις σχέσεις μεταξύ των κρατών.  Αυτές  οι τελευταίες σχέσεις είναι το προνομιακό πεδίο για την κατανόηση της ειρήνης και για την επίτευξή της.

Η ειρήνη είναι μια κατάσταση που έχει πολλές διαστάσεις και πεδία αναφοράς. Έχει διάσταση και πεδίο αναφοράς στην εσωτερικότητά μας, στην καθημερινότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και στις σχέσεις μας στο φιλοσοφικό πεδίο της ύπαρξης,   με τη φύση και τις άλλες μορφές ζωής. Έχει, επίσης, την ανάλογη δυναμική στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και λαών και στις διακρατικές σχέσεις. Έχει μια καθοριστική δυναμική την οποία αντλεί από το γεγονός ότι λειτουργεί ως το βασικό πεδίο ασφάλειας, το οποίο, όταν μας προσφέρεται, είναι πάντα αποδεκτό, αλλά πρέπει να μπορούμε εμείς οι ίδιοι να το προσφέρουμε τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό μας, χωρίς να υποβαθμίζουμε την ελευθερία και την αναγκαιότητα του μερισμού.

Το πιο δύσκολο για την αποδοχή της ειρήνης είναι να καταλάβουμε ότι  στηρίζεται σε ένα ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης και ότι πρέπει να γίνουμε ικανοί  να την δεχόμαστε και να την προσφέρουμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους,  και όχι μόνο να την αποδεχόμαστε σαν ένα πεδίο προνομίου για εμάς. Αυτό νομίζουμε ότι είναι το αρχικό κομβικό σημείο κι, έτσι, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε συστημικά το ζήτημα της ειρήνης, πρέπει να το κάνουμε σε σχέση με τις διαθέσεις, τα κίνητρα και τη φέρουσα ικανότητά μας.  Αυτή η φέρουσα ικανότητά μας ρυθμίζεται από το πόσο συμβιωτικά αναπτυγμένοι είμαστε σε σχέση με το περιβάλλον, αλλά ακόμα και με την εσωτερική μας δομή και λειτουργία,  με τον εαυτό μας. Αυτά τα επίπεδα και οι διαφορετικές διαστάσεις συνδέονται μεταξύ τους. Σ’ αυτά, έχουμε μεταθέσεις και διαδικασίες που είναι ψυχολογικές και λειτουργικές και που, τελικά, μπορούν είτε να λειτουργήσουν υπερβατικά και εποικοδομητικά απέναντι στους θεσμούς ως συνηγόρων ειρήνης, είτε να τους ματαιώσουν και να τους μετατρέψουν σε συνηγόρους σύγκρουσης, διαμάχης εξτρεμιστικού ανταγωνισμού και, τελικά, πολέμου.

Οι διαβαθμίσεις της κατάστασης της ειρήνης
Οι διαβαθμίσεις της κατάστασης της ειρήνης είναι ένα άλλο σημείο το οποίο χρειάζεται συστημική ανάλυση, καθώς έχουμε, στην πραγματικότητα, μια εμμεσοποίηση της συγκρουσιακής πραγματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με φίλτρα και με διάφορες θεατρικές ή λειτουργικές βαθμίδες. Σημειώνουμε ότι το ζήτημα της ειρήνης αναδεικνύεται ως δομικό πρόβλημα του ανθρώπου.

Αν το προσεγγίσουμε με τα εργαλεία της ψυχανάλυσης και την αναλυτική προσέγγιση της ψυχολογικής επιστήμης, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μια διαρκής εκτροπή του ανθρώπου προς τη σύγκρουση με την πραγματικότητα, έστω και αν από αυτήν απορρέουν ορισμένα θετικά στοιχεία. Πρωταρχικά, αυτή η σύγκρουση συνδέεται με το γεγονός ότι ο άνθρωπος υφίσταται ως ταυτότητα και, με την έννοια αυτή, δεν είναι ένας καθρέφτης γεγονότων ή ένας παθητικός αποδέκτης για την πραγματικότητα. Η ταυτότητα, έτσι, λειτουργεί πρωτογενώς ως αναιρετικότητα, αφαιρετικότητα και υπερβατικότητα.

Έχουμε έρθει, όμως, στο σημείο όπου αυτή η πρωταρχική εποικοδομητικότητα πρέπει να μεταρσιωθεί. Διαφορετικά, θα υπάρξουν σοβαρές παρενέργειες από τη διασύνδεσή της με άλλες μαζικές βαθμίδες προσέγγισης του ζητήματος της ειρήνης. Μέσα από τις βαθμίδες αυτές, το θέμα της ειρήνης –ή του πολέμου– διαμορφώνεται σε καθοριστικό σημείο επιλογής για την πολιτική και για τις μάζες που συμμετέχουν σε αυτή.

Φαίνεται πως αυτή η συστημική προσέγγιση όλων των διαστάσεων του θέματος της ειρήνης εξελίσσεται σε ένα πεδίο διεπιστημονικής προσέγγισης και συνεργασίας, καθότι τα διάφορα επίπεδα προσέγγισης και οι διάφορες διαστάσεις συνδέονται προνομιακά με διαφορετικές επιστήμες του ανθρώπου. Μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες εκτιμήσεις, όχι μόνο με τη βοήθεια των επιστημών του ανθρώπου αλλά και του συνόλου της επιστήμης, γενικότερα. Κάποιες εκτιμήσεις γι’ αυτό το ζήτημα συνδέονται καθοριστικά με τη δράση και την αντίδραση, με τη διαμόρφωση ισορροπιών, με την αμετατροπία και την εξέλιξη, με την εντροπία και την ενθαλπία των δομών και των συστημάτων. Έτσι, αναδεικνύεται εδώ η αναγκαιότητα μιας πολυδιάστατης συστημικής προσέγγισης στο θέμα της ειρήνης.

Μπορούμε να βρούμε έναν κοινό παρανομαστή στο νόημα και στον λόγο μέσα από μια τελική αναγωγή στον χρόνο για το καθετί που κάνουμε τώρα και που μας φαίνεται τόσο πολύ σημαντικό ή ζωτικό. Ένα τέτοιο απατηλά σημαντικό είναι το θέμα της κυριαρχίας, της ατομικής και συλλογικής ανάδειξης και προβολής μας. Μέσα από την τελική αναγωγή στον χρόνο, αποκαλύπτεται το νόημα όλων αυτών των τάσεων, όταν, στο τέλος, από όλα αυτά εκείνο που θα υπάρχει θα είναι τα αστέρια και το σύμπαν. το οποίο, μάλιστα, αντιπαρέρχεται απολύτως και την πιο ένδοξη ιστορία της γης σαν μια ουτιδανή υπόθεση. Κάπως έτσι, για παράδειγμα, καταλήγει η «Λευκή Φρουρά» του Μπουλγκάνωφ.
Όταν κάνουμε μια τέτοια προβολή στο μέλλον, μπορούμε θεωρητικά να κατανοήσουμε την ειρήνη σαν μόνιμη συμβατότητα με τον κόσμο.

Όμως, γιατί αυτό δεν επιτυγχάνεται ως εγχείρημα; Γιατί είμαστε όμηροι αυτής της ανακυκλούμενης και συνήθους φρενήρους παροδικότητας; Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί ψυχολογική ανάλυση, καθώς και ένα νέο φως στην ψυχολογική επιστήμη. Παράλληλα, απαιτεί την εκτίμηση της έντασης αυτού του προβλήματος στην ιστορία. Την ίδια ώρα, τόσες θρησκείες και φιλοσοφικές κοσμοθεωρήσεις εκλαμβάνονται μερικές φορές –συχνά ακόμα και από τους ιδρυτές τους– ως δραστικές ποιητικές άδειες, ως ρήσεις χωρίς αντίκρυσμα στην πράξη. Έτσι, τα πάθη τα θεατρικά αναδεικνύονται σαν καθοριστικά, αν και, σε βάθος, απραξιακά.

Ήδη, εδώ, διαπιστώνουμε ένα θεμελιακό σημείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να επικεντρωθεί μια παιδεία ειρήνης. Αυτή, όμως, η παιδεία, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτύγχανε, γιατί η ανθρώπινη ματαιοδοξία, η προσδοκία μιας ψευδούς βιωσιμότητας, η αυταπάτη μας για τη βιωσιμότητά μας, για την κλίμακά της και το νόημά της, μας κρατάει ενεργούς, σαν μικρούς τροχούς, σε ένα δρομολόγιο για το οποίο και με το οποίο, σε τελική ανάλυση, ελάχιστη σχέση έχουμε πραγματικά. Κατά παράξενο τρόπο, αυτό που καθιστά την εμπορευματική κουλτούρα, την κουλτούρα της αγοράς και της επικοινωνίας κυρίαρχες είναι το ότι παίζουν με αυτή την ένταση του παρόντος και με αυτόν τον κατακερματισμό του χρόνου και του Είναι. Αυτός ο κατακερματισμός είναι τόσο αποτελεσματικός, επειδή ακριβώς υπάρχει μια προεπιλογή δική μας. Είναι η προεπιλογή μιας θεατρικής αυταπάτης μέσα στο παιχνίδι της βιωσιμότητας. Εμείς λειτουργούμε σαν φαντάσματα της πραγματικότητας, με όλο το ανθρωπογενές περιβάλλον, και, για να το καταφέρουμε αυτό, προσπαθούμε να το απομονώσουμε το παρόν και να το δούμε σαν τμήμα, σαν ένα πεδίο λήθης του πολύ μακρινού παρελθόντος και του πολύ μακρινού –ενίοτε όμως και του άμεσου– μέλλοντος. Αυτός ο κατακερματισμός αποτελεί, εν τέλει, την ουσία της αγοράς, της επικοινωνίας και του θεάτρου, το οποίο παίζουμε εμείς οι ίδιοι, ώστε να δημιουργήσουμε πεδία ταύτισης του εαυτού μας, με πολύ μικρά χρονικά διαστήματα και να ξεφύγουμε, έτσι, από αυτό που αισθανόμαστε να μας εκμηδενίζει, από τις μεγάλες διαστάσεις του χρόνου.

Τελικά, βλέπουμε πόσο ενιαίο –ανθρωπολογικά– είναι το ζήτημα της ειρήνης. Είτε το προσεγγίζουμε μέσα από αυτό που μας διαμορφώνει άμεσα και συγκυριακά, ήτοι την επικοινωνία, την αγορά, την εμπορευματική βάση της ζωής, είτε μέσα από την εσωτερική δραματοποίηση, την ψυχολογική μας καθήλωση, είτε τελικά ως πεδίο που συνδέεται με την ρήξη της υπερβατικότητας, με την πράξη στην έκφραση της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας,  αυτή η ασυνέπεια δημιουργεί ρήγματα στις  ιδέες και, μεταξύ αυτών, και στην Ειρήνη μέσα στον άνθρωπο.

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα γι’ αυτή την υπέρβαση που ίσχυε ως αίτημα Χεγγελιανό, και όχι μόνο ως αίτημα της μετατροπής της καθημερινής ζωής του ανθρώπου, δείχνοντας, έτσι, ότι, χωρίς υπερβατικότητα, είναι αδύνατη η απαγκίστρωση του ανθρώπου από την ιδιοτέλεια και από τον καταμερισμό που αξιοποιεί την ματαιοδοξία του καθενός και οδηγεί όλους σε μια περίλαμπρη απουσία. Το αίτημα αυτό γεννιέται ως προσήλωση στην αφηρημένη σκέψη η οποία κάνει τα ιδιοτελή συμφέροντα να σιγάσουν. Αυτή η προσήλωση στην αφηρημένη σκέψη είναι συνδυασμένη με την τελική αναγωγή –που είπαμε– στον χρόνο. Η γλαφυρή περιγραφή που έχει δώσει ο Μπουλγκάνωφ  σχετικά με αυτήν συνδέεται με τη ικανότητά μας να υπερβούμε αυτόν τον καταναλωτικό καταμερισμό, την καταναλωτική και εμπορευματική κουλτούρα και επικοινωνία του παρόντος, την ομηρία μας στην επικαιρότητα και το «θέατρό» της. Χωρίς αφηρημένη σκέψη, υπερβατικότητα και αναφορά στον Λόγο, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σχέδιο της ειρήνης είναι ένα πεδίο στο οποίο πρέπει και μπορούν να συγκλίνουν όλες οι επιστήμες. Ομοίως, πρέπει να συγκλίνουν συστημικά όλες οι διαστάσεις και οι προσεγγίσεις.
Το πρόβλημα της ειρήνης συνδέει τη διάσταση της εσωτερικότητας και της υπερβατικότητας με τη διαχείριση της καθημερινότητας όπως αυτή αναδεικνύεται στις καταναλωτικές απαιτήσεις, με την ποιότητα ζωής ως την πιο αποδεκτή έννοια της ευημερίας. Έχει να κάνει, ακόμα, με την ικανότητά μας να συνδέσουμε, και ως πρόσωπα και ως κοινωνίες, υποκειμενικές και αντικειμενικές αξίες, όπως η ευτυχία ή η ευημερία, στις ευρύτερες διεθνείς σχέσεις των κοινωνιών, μέσα από τις σχέσεις της διαμεσολάβησης στα μεγάλα σύνολα μέσω των θεσμών και μέσω της επιλογής ενός πεδίου αξιών, ιδεών και σχέσεων και, εν κατακελείδι, με την αντανάκλαση που έχει η μεθοδολογία της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας στην εσωτερικότητα.

Η ανάδραση της εσωτερικότητας λειτουργεί τόσο με την αγορά, ως θεσμό, με την παραγωγική διαδικασία και την κατανάλωση, όσο και με την αμοιβαία απαξίωση της ειρήνης στις κοινωνικές κλίμακες και την διακρατική ένταση. Λειτουργεί, επίσης, ένας ιμάντας μεταφοράς από τον εαυτό μας στις διασυλλογικές σχέσεις, μεταθέτοντας μια εσωτερική κρίση σε διακρατική ή διεθνή. Αυτό συμβαίνει επειδή αδυνατούμε να αφομοιώσουμε την κατάσταση ως  ένα στρες που απαξιώνει και αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του.   Η κατάσταση δείχνει την αναγκαιότητα μιας ενιαίας προσέγγισης των ζητημάτων. Αρκεί εδώ να θυμηθούμε πως και η επικοινωνιακή φόρτιση κάθε μέρας λειτουργεί σαν ένας επιλογέας, πέρα από τη λειτουργία της ως ενός στρεσογόνου παράγοντα, στην κίνησή μας προς το μέλλον, προς τον εαυτό μας, προς τους άλλους και προς την ολότητα.

Είμαστε μόνο στην αρχή μιας παιδείας ειρήνης. Η πιο πραγματική περίοδος ειρήνης που μπορεί να ξεκινήσει, θα ξεκινήσει, αν το επιτρέψουμε εμείς με τις ατομικές και συλλογικές μας επιλογές στην εποχή που έρχεται.

Τώρα αναδύονται οι δυνατότητες να ολοκληρώσουμε τις επιτεύξεις μας θεσμικά και συνειδησιακά, να συναρθρώσουμε το θεσμικό και το συνειδησιακό και να τα κάνουμε πολύ πιο συμβατά και συμβιωτικά, αντί αυτά μεταξύ τους να λειτουργούν σαν αντίρροπα στοιχεία. Από τη μία πλευρά, το θεσμικό καλείται να αναιρεί την ιδιοτέλεια ή τη χωριστικότητα –ή την αδράνεια και την παθητικότητα– και, από την άλλη μεριά, το συνειδησιακό  να αναιρεί τον μηχανικισμό και την οικειοποίηση των θεσμών από τους παράγοντες ισχύος. Έτσι, είναι αναγκαίο να αποκαταστήσουμε  τη θετική συνέργεια και συνηγορία μεταξύ θεσμών και  συνειδήσεων.

Μια άλλη μελλοντική επίτευξη θα είναι εκείνη που θα οδηγήσει το διαχρονικό – το μεγάλης χρονικής κλίμακας και το σχεδόν αιώνιο – να συνηγορήσει με το παρόν στον ευτυχισιακό χαρακτήρα του παρόντος και, έτσι,  να συναρθρώνεται μέσα στο παρόν η Παρουσία, η οποία συνηγορεί για το διαρκές. Το παρόν και το διαρκές μπορούν να συμφιλιωθούν και να οδηγηθούμε σε ένα πιο έλλογο και ευσυνείδητο θέατρο, σε μια ποιητική του παρόντος και της διάρκειας πολύ πιο γόνιμη στην ανθρώπινη ζωή.
Ο χρόνος είναι ακριβώς ο παράγων που, λόγω της δικής μας ανωριμότητας – την οποία βέβαια δεν επιλέξαμε ενσυνείδητα ως όντα της φύσης και της εξέλιξης, αλλά που ωστόσο βιώνουμε και μπορούμε να διαχειριστούμε – μοιάζει να είναι ρηγματικός για εμάς. Είναι εκείνη η διάσταση που μας οδηγεί σε πόλεμο και σε αποξένωση.

Έτσι, αναφαίνεται ο φόβος του χρόνου. Ο χρόνος και ο θάνατος λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, σαν συγκοινωνούσες δυναμικές. Υφίσταται  ο χρόνος, σε αντίθεση με τον χώρο, που είναι το πεδίο της οικείωσής μας και μέσα από αυτόν οδηγούμαστε, κατά κάποιο τρόπο, σε μια μητρική, φιλική δυναμική, σε μια προοπτική να κερδίσουμε χρόνο. Εντούτοις, όλη αυτή η προσέγγιση είναι ψευδής προσέγγιση για τη βιωσιμότητα και μια ψευδής σχέση.

Μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια πιο ουσιαστική και γόνιμη ανάδειξη των σχέσεών μας με τον χώρο και τον χρόνο, σε κάτι αντίστοιχο με την ευτυχή σχέση που μπορούμε να έχουμε με τη μητρική και την πατρική παρουσία. Ο χρόνος λειτουργεί σαν ένα πεδίο του υπερεγώ που μας απαξιώνει. Επίσης, ψευδαισθησιακά, οι ανταγωνιστές μας, το περιβάλλον, λειτουργούν σαν εστίες χρόνου, σαν ανταγωνιστές για τον χρόνο μας. Όλη αυτή η πλάνη μπορεί να τερματιστεί και μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια ειρηνική κουλτούρα.

Για να το πετύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε τη συνηγορία του θετικού μηνύματος της θρησκείας, την σημειολογία της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της διαλεκτικής, μαζί με έναν αισθητικό πλουραλισμό, μια πολιτική και οικονομική πρακτική που να μας καλύπτει τα ελάσσονα με τρόπο που να μην καλλιεργεί τον φθόνο και την υπερβολική ανισότητα, αλλά να μας δίνει την αίσθηση του ότι το περιβάλλον δεν είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού, αλλά ένα πεδίο αμοιβαιότητας. Η ανάδειξη του περιβάλλοντος ως πεδίου αμοιβαιότητας είναι το ζητούμενο σε όλες τις σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο, στις σχέσεις των οικονομικών δρώντων, αλλά και στις σχέσεις με τη φύση. Ωστόσο, δεν πρέπει να οδηγήσουμε την πράξη σε μια ιδεολογική μονομέρεια που χάνει την αίσθηση του μέτρου και της αναλογίας, ούτε να δούμε τους δρώντες αποκλειστικά με βάση τη φύση. Αυτό θα ήταν μια παταγώδης αποτυχία.

Το εγχείρημά μας πρέπει σχεδιαστεί υπολογίζοντας το Σχέδιο. Δομείται, ωστόσο, πάνω στο γεγονός ότι οι φύσεις είναι δεδομένες. Η συγκυρία είναι συγκεκριμένη και δεδομένη και πάνω σε αυτή δημιουργούμε το καλύτερο και, έτσι, αναπτύσσεται η αίσθηση ότι το καλό είναι συνήγορος της ευτυχίας. Αυτή η αιώνια εποπτεία, η εποπτεία της αιωνιότητας, είναι ο συνήγορος της στιγμής και η στιγμή είναι ο συνήγορος της αιωνιότητας. Σε αυτή τη γονιμότητα μπορούμε να ελπίζουμε για να ξεφύγουμε από την αλλοτρίωση. Η αλλοτρίωση είναι ο εμπαθέστερος και ο πιο διαρκής εχθρός της ειρήνης.

Μέσα από αυτή την πολυδιάστατη συστημική προσέγγιση, καθίσταται φανερό το πόσο πρέπει να αλλάξει η ίδια η πολιτική, πόσο πρέπει να εντείνει τον ποιοτικό και τον συνθετικό χαρακτήρα της, να αποκτήσει μια ποιητική δυναμική που να εμπνεύσει και να αναδείξει τις ιδιότητες στον κόσμο και όχι να αποτελεί ένα πεδίο διαχειριστικής ή θεολογικής εξουσίας.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 03/10/2008