1

Δ. ΒΙΩΣΙΜΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ (του Γιάννη Ζήση)

Μια πρόκληση ώστε οι θρησκείες και οι άνθρωποι να υπηρετήσουν την ανάγκη
O κόσμος των εννοιών, η επικοινωνία και η θρησκευτικότητα
Η επικοινωνία στον κόσμο της έννοιας μέσα σε κάθε θρησκεία και μεταξύ των θρησκειών και της θρησκείας προς την επιστήμη, την τέχνη, τη φιλοσοφία και γενικότερα τη διανόηση και την παιδεία, έχει μεγάλη χρησιμότητα για την ανάδειξη της βιωσιμότητας των θρησκειών και της θρησκευτικότητας. Αυτή η βιωσιμότητα  σημαίνει ένα γίγνεσθαι, συνεννόηση,  σύγκλιση,  καινοτομία και ανανέωση, σημαίνει όλα αυτά. Αυτή η επικοινωνία στον κόσμο της έννοιας, είναι τελείως αναγκαία και νόμιμη για να μην οδηγηθούμε σε πυρήνες παραλογισμού που μπορούν να λειτουργήσουν καθαρά εμπρηστικά και τελικά να πραγματώσουν ως παραφορά βίας και φανατισμού την κόλαση.

Η νοητική υπανάπτυξη δεν οδηγεί σε βιώσιμη θρησκευτικότητα στο βαθμό που υπάρχουν οι άλλες αναπτύξεις. Αυτό μπορεί να ίσχυε σε άλλες εποχές όπως το μεσαίωνα ή σε παρελθούσες εποχές όπου δεν υπήρχε δημοκρατική έκφραση του ανθρώπου, ούτε επιστημονικός λόγος, τεχνικός και οικονομικός πολιτισμός αναπτυγμένος. Στον σημερινό πολιτισμό χρειάζεται ένας δρόμος μείζονος αντιστάσεως για τη θρησκεία, χρειάζεται μια μέγιστη προσπάθεια για τη θρησκεία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να αναπτυχθεί και να ανδρωθεί στο εσωτερικό κάθε θρησκείας, να αναπτυχθεί στο διάλογο μεταξύ των θρησκειών, να αναπτυχθεί στο διάλογο της θρησκείας με την προσωπική πίστη και ελευθερία του καθενός, με τον κόσμο της επιστήμης, της τέχνης και της έννοιας, να αναπτυχθεί στο ελεύθερο γίγνεσθαι, στους ακάλυπτους χώρους της θρησκείας σε παγκόσμιο, τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Η τάση των θρησκειών να διατηρήσουν πρωτεία, αποκλειστικότητα και αναλλοίωτα στοιχεία  είναι μια τάση που αντιφάσκει με τη φύση του Θεού ως πυρός καταναλίσκοντος, ως Λόγου και ως Αγάπης, ως Όντος. Για αυτό και λέμε ότι έχουν μια μεγάλη ευκαιρία οι θρησκευτικές πεποιθήσεις να αναζητήσουν την ανανέωση στη συνέχεια των αποκαλύψεων καθ’ ότι δεν υπάρχει μια ολοκλήρωση στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ο αποδέχτης των αποκαλύψεων και αυτό δεν είναι μομφή προς τη θεότητα, είναι αυτογνωσία ανθρώπινη. Είναι αυτογνωσία να γνωρίζουμε ότι εμείς δεν είχαμε το μοναδικό προνόμιο και την βασιλική οδό της σωτηρίας. Η σωτηρία περιέχει πραγμάτωση και έργα μείζονος δυναμικής έναντι εκείνων που είχε κάνει ιδρυτικά ο Χριστός όπως μας το είπε και ο Ίδιος.

Έτσι λοιπόν, η αναγκαιότητα της συνέχειας της αποκάλυψης, του διαρκούς κορεσμού του χρόνου με την Θεία Παρουσία με την ενανθρώπιση και η αναγνώριση αυτής της συνέχειας μας έρχεται πρωτογενώς από την αναγνώριση ότι η φύση του Θεού είναι υπερβατική έναντι κάθε αντίληψής μας και κάθε δήλωσης και ομολογίας μας. Η δήλωση και η ομολογία μας δεν χωράει το σύνολο της νόησής μας πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να χωρέσει το σύνολο της φύσης της θεότητας, της δημιουργίας του κόσμου και της φυσιολογίας.

Η ανοικτότητα των θρησκειών, δεν σημαίνει κατά ανάγκη ρήξη με την παράδοση. Αυτή η ανοικτότητα υπάρχει σπερματικά και έχει το Σπερματικό της Λόγο στις μεγάλες πατερικές μορφές, στους μεγάλους στοχαστές και πρωταρχικά στην ιδρυτική φάση μιας μείζονος θρησκείας και το λέμε με όλη τη σημασία της λέξεως. Μιας θρησκείας που είναι μείζον γιατί δεν είναι ρητή ολόκληρη και μιλάμε για τη θρησκεία που δίδαξε και εγκαινίασε ο Χριστός και οι Απόστολοι. Αυτή λοιπόν η θρησκεία εμπεριέχει μέσα της την ανοικτότητά της.

Πολλά δεν δηλώθηκαν αλλά αναμένουν την αποκάλυψή τους, μερικά από αυτά είναι διαρκώς υπερβατικά απέναντι στη συνείδησή μας καθώς η φύση τους είναι άρρητη, και μερικές άλλες όψεις της αλήθειας είναι άρρητες. Αν λοιπόν στο τομέα της ρητότητας του Θεού και της επικοινωνίας μαζί του στο πρόσωπο του Υιού, έχουμε πολλά να κάνουμε, πολύ περισσότερα έχουμε να υποθέσουμε   με το ερώτημα που δεν θέτει εν αμφιβόλω την πίστη στο τομέα του άρρητου. Η εκδοχή, η ενδεχομενικότητα είναι στοιχείο αναγνώρισης της μεγαλοσύνης του Θεού και της δημιουργίας και όχι στοιχείο αμφισβήτησης.

 Ο ίδιος ο Πατέρας υποβάλλει σε δοκιμασία με το χρόνο τον κόσμο και τον άνθρωπο στη επικοινωνία μαζί του εκθέτοντάς τον στην ανάγκη της αναγέννησης και της ανακαίνισης. Ο χρόνος εδώ λειτουργεί ως αφαίρεση και η εποχή σαν μια φάση ανάπτυξης, σαν μια διάθλαση του χρόνου μέσα στο χώρο, στην κίνηση λειτουργεί ως μια δυναμική στο χώρο συγκυρία. Η ανάγκη να δούμε το χρονικό φάσμα όπως διαμορφώνεται μέσα από τη διαφορετικότητα, μέσα από τη φάση ωρίμανσης και ανάπτυξης τόσο στη θρησκευτικότητας όσο και κάθε άλλη μορφή έκφρασης της ζωής και του ανθρώπου μας οδηγεί σε μια σημειωτική ερμηνεία για το χρόνο που είναι αναγκαία και θεμελιώδης για την αντίληψη για την αναγεννημένη νοητικά αντίληψη της θρησκευτικότητας και για την ανάπτυξή της.  Αυτό το χρονικό φάσμα έχει μέσα του όλες τις ενδιαμεσότητες από την κεντρική μοναδική Παρουσία που συνεκφράζει το Όλο, την Πανταχού Παρουσία έως την Περιφέρεια. Έτσι δημιουργείται ένα περιφερειακό φάσμα με ενδιάμεσες όψεις που γεμίζουν το χώρο που εκφράζουν την αλλοτροπική δυναμική του και αντίστοιχα ένα κοσμικό φάσμα που συγκεφαλαιώνει τα σύνολα προς το Ανεκδήλωτο, τη Δημιουργική Αρχή, τη θεότητα.

Θα αναπτύξουμε αυτές τις προσεγγίσεις πιο αναλυτικά σε ειδική εργασία για την βιώσιμη θρησκευτικότητα εδώ όμως τα θίγουμε ακροθιγώς σε μια προοπτική να αντιληφθούμε ότι στον τομέα της θρησκευτικής νόησης μπορούμε να ξεπεράσουμε την αδυναμία και να οδηγηθούμε σε ένα σώμα δόξης που θα είναι ταυτόχρονα λιτά νηπτικό και ταυτόχρονα υπερβατικά άφθονο.
Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος όταν κάτι αναπτύσσεται νοητικά όπως συνέβη και στον παρελθόν να αρχίσουν οι δογματικές ή οι αιρετικές έριδες και να διασπαστεί η οικογενειακή συνοχή της θρησκευτικής ζωής. Και λέμε οικογενειακή γιατί στην πραγματικότητα υπάρχουν δεσμοί που αναλογούν με αυτούς που υπάρχουν στην οικογένεια και που τους έχει αναδείξει η ψυχανάλυση και η ψυχολογία στην εκκλησιαστική ανάπτυξη της θρησκευτικής ζωής. Η συμμετρία τόσο της νοητικής ανάπτυξης της θρησκείας έναντι εκείνης της επιστήμης όσο και στην εσωτερική ανάπτυξη ανάμεσα στη νόηση και στο συναίσθημα και την πράξη, αυτή η συμμετρία είναι ζωτικός όρος για τη βιωσιμότητα.

Σήμερα έχουμε οδηγηθεί σε μια υπερβολή της μορφής σε πλήρη αντίθεση με αυτό που θεωρούσε σαν πρόοδο της θρησκευτικής ζωής ο Μάξιμος ο Ομολογητής, σε έναν υλισμό, σε μια νέα ειδωλολατρία και σε μια ιδιοτέλεια που διακατέχει τις λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος των εκπροσώπων που υπηρετούν και κανοναρχούν μέσα σε αυτό.
Από την άλλη μεριά είχαμε μια σύγκρουση που οδήγησε και σε διαστροφές ανάμεσα στην θεωρούμενη ασκητική ανάπτυξη, στην ερωτική και νοητική ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας ως σώμα. Σε προσωπικό επίπεδο και στην κοινωνία σαν όλο είχαμε επίσης και εκφράσεις μίσους και σύγκρουσης, εκφράσεις πολεμικές που επενδύθηκαν με ιερότητα.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Διαβάστε επίσης: 
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Α’ Μέρος

Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Β’ Μέρος

Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Γ’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Ε’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – ΣΤ’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Ζ’ Μέρος