ΠΡΑΣΙΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΟΛΗ

3. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

Camille view of part of the city - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Camille view of part of the city - Σόλων ΜΚΟΘα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια βαθειά νέα ανθρωπολογία και οικολογία των πόλεων, της ερμηνείας, δηλαδή, γύρω από την εξέλιξη του φαινόμενου της πόλης.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε την πόλη υπό την εσωτερική δυαδικότητά της στην εξέλιξη, τη δεσποτική και τη δημοκρατική όψη της.

Αυτό το φαινόμενο, παρότι δεν είναι απολύτως μοναδικό, έχει τη θεμελιώδη αφετηρία γέννησής του στην Αρχαία Ελλάδα. Θα σταθούμε σε έναν ιδιαίτερο παράγοντα που παρατηρεί ο Μάμφορντ σχετικά με την ομαλή ανθρωπολογική και πολιτισμική εξέλιξη του ανθρώπου και, συνεπώς, και της πόλης.

Ο Μάμφορντ σημειώνει ότι ένας σταθμός καμπής για τη θεσμική και την πολιτισμική στρέβλωση του ανθρώπου στο πλαίσιο του περιβάλλοντος αλλά και στο πλαίσιο το εσωτερικό αναπτύχθηκε ως συνέπεια της εργαλειακής και εργασιακής προσέγγισης του ορυκτού πλούτου. Και, πράγματι, μπορεί να πει κανείς ότι τα βασικά ίχνη ηγεμονικής βαρβαρότητας στην Αρχαία Αθήνα (συγκυριακά ακόμη και βασικά  συμπτωματικά)  συνέπεσαν με την εκμετάλλευση ορυχείων ή την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων που παρήγαγαν νομισματικό πλούτο. Η ορυκτή νομισματοποίηση της οικονομίας αύξησε τη στροφή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην ανάδειξη των μεταλλευμάτων (όπως και οι μιλιταριστικές δραστηριότητες) και λειτούργησε ως μια αυξημένη ανατροφοδότηση των αρνητικών εξελίξεων. Συνδέθηκε με διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις μέσα στις πόλεις, κοινωνικούς μετασχηματισμούς και με διαφορετικές σχέσεις μεταξύ των πόλεων.

Ο ορυκτός πλούτος απαιτεί άλλες εργασιακές και κυριαρχικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Απαιτεί άλλες παραγωγικές σχέσεις. Εδώ μπορεί να σημειώσει κανείς ότι και το φαινόμενο και η μορφή των πόλεων είναι συναφείς με αυτό το στάδιο. Τα δομικά υλικά στην αφετηρία τους απαιτούν ανθρώπινη εργασία συντονισμένη σε μεγάλη κλίμακα, απαιτούν εμπορευματοποίηση της εργασίας και, τελικά, δουλοκτησία.

Στην αγροτική, φυτική και κτηνοτροφική παραγωγή και στη νομαδική κοινωνία, η δουλοκτησία βέβαια, στη μικρή κλίμακα αυτής της οργάνωσης του πολιτισμού, δεν απαιτείται. Αντίθετα, χρησιμοποιείται η εργασία των ζώων που έχουν ιδιοποιηθεί, που θεωρούνται αποκτήματα, μια ιδιοκτησία παράλληλα με τη γη. Στην περίπτωση της εργασίας για τη μεταποίηση και την ανάδειξη, την παραγωγική ανάδειξη του ορυκτού κόσμου απαιτείται ευφυής εργασία που δεν μπορούν να την παραγάγουν και να την παράσχουν άλλα έμβια όντα εκτός από τους ανθρώπους· όπου πλέον ο άνθρωπος συλλαμβάνει την ιδέα της ιδιοκτησίας επί του ανθρώπου. Είναι μια επάνοδος του κανιβαλικού ταμπού, όπως θα ‘λεγε ο Φρόιντ. Το ταμπού αυτό έχει αναχαιτιστεί βέβαια, αλλά ο ιδιοκτησιακός εμπορευματικός κανιβαλισμός πάνω στον άνθρωπο δεν έχει προβλεφτεί στην αναχαίτιση αυτού του ταμπού για την συγκρότηση της ανθρώπινης κοινωνίας. Αντίθετα, ο άνθρωπος, μετά από το τροφικό «δικαίωμα» του φονεύειν (εντός εισαγωγικών ο όρος «δικαίωμα» πάντοτε γιατί είναι αμφίπλευρη η προσέγγιση σ’ αυτό το ζήτημα, στη θεώρηση των ζώντων ως τροφών, ως τροφής), περνάει και επινοεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Αυτό το δικαίωμα καλλιεργείται και στον ζωικό κόσμο μέσα από μια διαδικασία οικογενειακού πατερναλισμού αλλά δεν φτάνει σ’ αυτή την ολοκλήρωση, όπως συλλαμβάνεται από τον άνθρωπο ή από την νομαδική κοινωνία και τον ποιμενικό πατερναλισμό της ανθρώπινης κοινωνίας πάνω στα ζώα, και, βέβαια, ακόμη περισσότερο μετά με την ιδιοκτησία της γης και την αξιοποίησή της, στη διαδικασία για την ανακάλυψη και την αξιοποίηση της χλωρίδας και της καλλιέργειας.

Βλέπουμε, δηλαδή, εδώ την αδιάλειπτη και ισχυρότατη αλληλεξάρτηση των οικολογικών φάσεων της ανθρωπολογικής  εξέλιξης με την οργάνωση των κοινωνιών και με το φαινόμενο της πόλης. Η πόλη είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες εντατικοποίησης του εμπορίου. Διαμορφώνει οικονομίες κλίμακας για το φαινόμενο της αγοράς και εν τέλει γίνεται ο τόπος στον οποίο θα καλλιεργηθεί και η δουλεία, η οποία μετά, εκ των πραγμάτων, θα διαχυθεί και στην εργασία τόσο την καλλιεργητική όσο και την ποιμενική.

Μπορεί βέβαια να προϋπήρχε μια τέτοια σχέση, γιατί η ιεραρχικότητα υπάρχει σαν ένα φυσικό ή οικολογικό φαινόμενο και στην ανθρώπινη κοινωνία, την πρωτόγονη κοινωνία, παράλληλα με τον κοινοτισμό, αλλά δεν είχε φτάσει σε αυτή τη θεσμική και την ολοκληρωμένη μορφή. Στο σημείο αυτό που υπάρχουν οι ανάγκες για τα δομικά υλικά και που αναπτύσσεται η δόμηση του χώρου ως μια βασική παραγωγική δραστηριότητα, όπου ο άνθρωπος οριοθετεί ή αποκόπτει το σύνολο της κοινωνίας του από τη φύση και αισθάνεται ότι είναι δημιουργός, αναπτύσσεται και εξελίσσεται το φαινόμενο της πόλης, το οποίο καθορίζει τελικά και τον άνθρωπο και διαμορφώνει τον ψυχισμό του.

Στη σημερινή εποχή, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η εξέλιξη της πόλης και του ανθρώπινου πολιτισμού πρέπει να πάρει άλλη κατεύθυνση· πρέπει να ξαναδούμε αυτή τη σχέση μας και να απεξαρτηθούμε βαθιά από τις επιπτώσεις της πόλης, από την παραχάραξη αυτής της αφετηριακής όψης του εαυτού μας, να αντιληφθούμε, με άλλα λόγια, εκείνο το μέρος του εαυτού μας το οποίο παραμένει ελεύθερο απ’ τα δεσμά της πόλης.

Αυτό απαιτεί να αναδείξουμε μια άλλη φιλοσοφία και ψυχολογία της χωροταξίας και της πόλης. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν τον όρο «οικολογία» είχε προσεγγιστεί μια αντίστοιχη έννοια με συναφές θεματικό πεδίο με τον όρο «χωρολογία».

Εδώ θέλουμε να παρενθέσουμε την αναγκαιότητα να εξισορροπήσουμε ερμηνευτικά και εποπτικά τη διαχειριστική και λειτουργική εντατικοποίηση  του κόσμου, που έχει μια βιοτική και τεχνολογική πυκνότητα και που όλο και πιο πολύ γίνεται αδιαφανής στη συνειδητότητά μας. Πρέπει δηλαδή να λειτουργήσουμε με μια διαφώτιση οντολογική, κοσμολογική και τελικά αυτοσυνειδησιακή ως προς τα στοιχεία, τη λειτουργία και τη διαχείρισή τους. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το αυτοσυνειδησιακό έλλειμμα του πολύ μεγάλου, πια, διαχειριστικού και λειτουργικού μας κύκλου, τόσο του προσωπικού όσο και του συλλογικού και πολιτιστικού.

Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να ανακατευθύνουμε, να επαναπροσδιορίσουμε αλλά και να είμαστε ουσιαστικοί στον αναστοχασμό μας σε σχέση με την εξέλιξη των πραγμάτων. Διαφορετικά, θα είμαστε έρμαια μιας νέας βιομηχανοποίησης που τελικά θα αποδομήσει και την πυρηνική μας σχέση με τον εαυτό μας που έχει επιβιώσει σε ένα βάθος, εμμεσοποιημένο απέναντι σ’ αυτή την καθημερινότητα, στην καθημερινή μας πόλωση με την βιοτική μέριμνα.

Επιστρέφουμε τώρα ξανά στο ζήτημα της δυαδικότητας των προτύπων της πόλης. Θεωρούμε πάντα ότι και η πλέον δημοκρατική μορφή οργάνωσης δεν είχε απελευθερωθεί τελείως από όψεις δεσποτείας και αυταρχικότητας. Αυτό αναφέρεται και στην Αθηναϊκή ηγεμονία, και είδαμε επίσης ότι το σημείο-κλειδί πάντοτε συνδέεται με κάποιες όψεις οικονομίας. Και ‘δω πάλι εμφανίζεται ο αντιφατικός ρόλος της οικονομίας στη δόμηση της πόλης. Η πόλη ως το βασικό πεδίο συναλλαγής και κατανάλωσης, ως ο προορισμός τελικά της οικονομίας και του προϊόντος λειτουργεί δυαδικά.

Απ’ τη μία, η ανάδυση του εμπορίου συμβάλλει ως εμπορική τάξη στη δημοκρατία, σε αντίθεση με την δουλοκτητική, ορυκτή παραγωγή και τον συντηρητισμό του αγροτικού πληθυσμού και της αγροτικής οικονομίας.

Απ’ την άλλη, όμως, η εντατικοποίηση αυτή επιφέρει μεγαλύτερη δυναμική καθήλωσης σ’ αυτή την στρέβλωση, την οποία διορατικά εντόπισε ο Μάμφορντ και την οποία επεκτείναμε στην ανάλυσή μας προηγουμένως με νέες προσεγγίσεις. Κατ’ ουσίαν, η οικονομία απ’ αρχής είναι εγγενώς αντιφατική και τροφοδοτεί τη διαμάχη και την πόλωση των πολιτικών προτύπων. Κύριος φορέας και εκφραστής του οικονομικού μοντέλου ως καπιταλισμού είναι η εμπορική τάξη. Ταυτόχρονα, όμως, η βιομηχανική τάξη, η βιομηχανοποίηση της οικονομίας οδηγεί σε μια εντατικοποίηση του δεσποτισμού.

Η σύγκλιση, η σύμπτυξη πολιτικού μετώπου αυτών των δύο τάξεων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι και ο παράγοντας που διαμορφώνει έναν ολοκληρωτισμό ή μια τυραννία και ολοκληρώνει την κυριαρχία, στον βαθμό που μπορεί να κλείσει μια συμφωνία με τον συντηρητισμό της αγροτικής παραγωγής, όπου πράγματι οι θιγόμενοι απ’ όλες τις πλευρές είναι οι εργάτες. Εδώ, όντως, λειτούργησε η διορατικότητα του Μαρξ στο να εντοπίσει τον πολιτικά αδύναμο κρίκο της οικονομίας και της διανεμητικής λειτουργίας του συστήματος του καπιταλισμού και της αγοράς. Είναι η διάδοχη πραγματικότητα των δούλων και των δουλοπαροίκων ως κοινωνική τάξη που έχει όμως χειραφετηθεί πολιτικά μέσα από τη διαδικασία της σύγκρουσης καθώς και την πολιτική σύγκρουση φεουδαρχικής αγροτικής παραγωγής και βιομηχανικής και αστικής παραγωγής και οικονομίας. Η βιομηχανία βέβαια αποδέσμευσε έτσι την εργατική δυναμική, την μετέφερε απ’ το φεουδαρχικό status, ωστόσο θέλει να την επαναδουλοποιήσει μετά από την όψιμη και υποτυπώδη –θα έλεγε κανείς– πολιτική της χειραφέτηση.

Το μοντέλο αυτό υποδηλώνει τη συγκεκριμένη εκμεταλλευτική κυριαρχία η οποία έχει ανθρωπολογικές βάσεις. Συνδέεται μ’ αυτή την προσέγγισή μας στον χώρο, στην ιδιοκτησία και στην ετερότητα με τον κόσμο ως Μηχανή και Λίθο. Κατά παράξενο τρόπο, τόσο η συμβολική βύθιση στην αντίληψη της ύπαρξης ως Λίθου, όσο και η θεσμική και οικονομική βύθιση στην οικονομία και τεχνολογία της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου και η μετάπλασή του συνυπάρχουν, αποδεικνύοντας έτσι πόσο άρρηκτη είναι αυτή η εσωτερική διεργασία στη συνείδηση με την αντικειμενική διεργασία στην οικονομία και το περιβάλλον και πόσο άρρηκτη είναι επίσης με την πολιτική διαδικασία.

Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι το επόμενο κίνημα βαθειάς αλλαγής  πρέπει να συμπεριλάβει όλες αυτές τις όψεις και γι’ αυτό πρέπει να είναι ένα βαθιά εκπαιδευτικό και ψυχολογικό κίνημα αλλαγής, με όρους κλασικούς και όχι με όρους εκτόνωσης. Στον 20ο αιώνα εμφανίστηκαν κινήματα χειραφέτησης, όπως αυτά της σεξουαλικής απελευθέρωσης και το φεμινιστικό κίνημα, τα οποία όμως δεν «πείραζαν», όπως και το εργατικό κίνημα εξάλλου, τον ανθρωπολογικό πυρήνα της συνειδητότητας, τον πυρήνα – σε τελική ανάλυση – αυτής της κτητικής και χωριστικής αντίληψης και προσέγγισης των πραγμάτων προς τον κόσμο.

Αυτό το νέο γίγνεσθαι εκ των πραγμάτων θα είναι μακράς διάρκειας, αλλά θα είναι μιας νέας κατεύθυνσης και μιας νέας ουσιαστικοποίησης της ανθρώπινης συνειδητότητας και της ανθρώπινης δυναμικής και, σίγουρα, δεν θα γίνει ερήμην της πραγματιστικής βάσης.

Η πόλη όμως δεν είναι μόνο ένα οικονομικό σύστημα όπου η αποσύνδεση του εμπορίου με τον χρηματικό θεσμό, από τον ιστό της πάγιας ιδιοκτησίας, από τον προσανατολισμό στην εμπράγματη ιδιοκτησία λειτουργεί σαν ένα πεδίο αστικοποίησης της πολιτικής της συνείδησης· είναι ταυτόχρονα και ένα πεδίο το οποίο συνεργεί, ένα επικοινωνιακό σύστημα. Η συνέργεια του επικοινωνιακού συστήματος με αυτή την αστικοποίηση σε συνδυασμό με τη χειραφέτηση του ανθρώπου από τη θεσμική παραδοσιακότητα κατευθύνει σε μια θεσμοποίηση άμεση με τη δύναμη του λόγου και της επικοινωνίας σε σχέση και με τα ζητήματα που τίθενται, με την αναγνώριση τελικά ως πηγής θέσμισης του ανθρώπου από ιεροποιημένου σε μια προοπτική πολιτικής ισότητας που απελευθερώνει τις δυνάμεις της δημοκρατίας.

Έτσι, εμφανίζεται η γένεση της δημοκρατίας στην Αρχαία Ελλάδα, ως μια νέα διακλάδωση στην πολιτική μορφογένεση. Έκτοτε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είχαμε ανάλογες όψεις αμεσότητας και συμμετοχής δημοκρατικής και εκτός Ελλάδας. Αυτές όμως δεν είχαν είτε την μακρά διάρκεια ή την συγκυρία της κλασσικής αρχαιότητας για να αποδώσουν, όπως στο Νοβγκορόντ πριν από την κατάλυσή του από τους Μογγόλους.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι το πρότυπο αυτό λειτουργεί με μνήμες και με ενδιάμεσους σταθμούς αλλά πλέον υπάρχει η μεγάλη κλίμακα, αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι στις Ιταλικές πόλεις η κλίμακα είναι ανάλογη με την αρχαιοελληνική κλίμακα της πόλης, αλλά είναι διαφορετικό το πολιτισμικό, το οικονομικό αλλά και το πολιτικό περιβάλλον.

Παράλληλα, έχουμε τις θεσμικές εξελίξεις με βάση την πόλη για το κράτος. Αυτές οι θεσμικές εξελίξεις αναδεικνύονται στο επίπεδο το αμφικτυονικό, απ’ την μία, και, απ’ την άλλη, στο επίπεδο της συνένωσης και της ηγεμονευόμενης συμμαχίας, όπως το είδαμε στην Αρχαία Ελλάδα. Αυτό το ίδιο μοντέλο δείχνει να αναπτύσσεται σε έναν βαθμό παράλληλα αλλά και να επαναλαμβάνεται με παραλλαγή και συνύπαρξη και στο πλαίσιο των αυτοκρατοριών. Μπορεί να πει κανείς πως η Σπαρτιατική, για παράδειγμα, και η Αθηναϊκή ηγεμονία συνυπάρχουν ή είναι όμοιες ως πρότυπα με το πρότυπο του imperium, και κάπως έτσι αναπτύσσεται ακόμη και ο ιμπεριαλισμός της Ρώμης στην Ιταλική χερσόνησο και επέκεινα. Η πόλη βέβαια έχει ένα ασθενές σημείο, και ίσως σ’ αυτό το ασθενές σημείο μπορεί να αναζητηθούν πολλές μοιραίες εξελίξεις. Είναι οι επιδημίες και το υγειονομικό πλαίσιο των πόλεων, που πολύ συχνά λειτούργησαν καθοριστικά στην παγκόσμια ιστορία, ξεκινώντας από τον λοιμό του Πελοποννησιακού Πολέμου και φτάνοντας στον Μαύρο Θάνατο, την Βουβωνική Πανώλη, η οποία –σημειωτέον– έπαιξε έναν ρόλο αποδόμησης και επανίδρυσης των πόλεων αλλά και της συνοχής των φέουδων, επειδή ο κτηριακός πυρήνας, ο πύργος του φεουδάρχη έπρεπε να απομονωθεί υγειονομικά, να λειτουργεί ως πεδίο καραντίνας, καθώς όλοι οι άνθρωποι ανέπτυξαν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις φυγής και κινήθηκαν σε διαδρομές απομάκρυνσης μεταξύ τους.

Έτσι, εισερχόμαστε σε μια εποχή που τελειώνει η φεουδαρχία, αναπτύσσεται το εμπόριο, βρίσκοντας μάλιστα και ζωτικούς χώρους με τις αποικίες μετά από τις εξερευνήσεις, όπου πλέον έρχεται εξωτερικό δυναμικό εργασίας υπό τη μορφή της δουλείας των εγχρώμων. Αυτό δυναμώνει καταλυτικά την εμπορική τάξη, η οποία όμως στο εσωτερικό της, μακράν των αποικιών, διεκδικεί ένα νέο πολιτικό καθεστώς.

Δεν είναι τυχαίες οι εξελίξεις που διαμορφώθηκαν σε δύο μεγάλες αποικιακές χώρες με ιδιαίτερη δυναμική, όπως η Ολλανδία και η Αγγλία. Σημειώνουμε ότι η διαφορετική εσωτερική δομή στην Ισπανία και την Πορτογαλία δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτού του ηγετικού ρόλου στην αστικοποίηση ανθρώπων μέσα από τις οικονομικές τους τάξεις και διαστρωματώσεις.

Μέχρι το 19ο αιώνα μπορούμε να πούμε ότι η βασική δομική ύλη δεν έχει υπερβολικές διακυμάνσεις. Η βασική δομική ικανότητα με την ανακάλυψη της νέας χρήσης του μετάλλου και την επέκταση χρήσης του μετάλλου, είναι ένα νέο στοιχείο που αρχίζει να γενικεύεται. Έχουμε χάσει αρκετές μνήμες αυτής της δομικής ικανότητας, καθώς π.χ. αναφέρεται η ύπαρξη δωδεκαόροφων κτηρίων στην αρχαία Καρχηδόνα και αναδεικνύονται ιδιαίτερες υδραυλικές ή άλλες γνώσεις στην πόλη. Από την αρχαία Ρώμη μέχρι και τον 19ο αιώνα, αντιμετωπίζονται περιβαλλοντολογικά και υγειονομικά προβλήματα με μια επάρκεια πολλές φορές, αλλά κατά περίπτωση. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μία γεωγραφική ομοιότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Μπορεί πάντως να πει κανείς ότι τόσο δομικά, λειτουργικά , πολιτικά και πολιτιστικά, οι πόλεις της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είχανε φτάσει στα όριά τους, φτάνοντας μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η Βιομηχανική Επανάσταση άρχισε να διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο πόλεων, να οδηγεί σε νέες διαδικασίες επεξεργασίας μετάλλου και μεταφοράς καύσιμης ύλης. Άλλαξε όλους τους όρους και, στην ουσία, ανέδειξε ακόμη πιο βαθιά αυτή την φορά τη συνέργεια ανθρώπου και μηχανής σε σχέση με τον ορυκτό πλούτο με σκοπό την ενέργεια και την παραγωγή προϊόντων. Ο πολιτικός και οικονομικός μετασχηματισμός είναι ευρύτατα γνωστός για αυτούς τους τελευταίους  κυρίως δύο αιώνες, ωστόσο άρχισε να αναδεικνύεται μια νέα διάσταση ισχυρή και καθοριστική σαν ανάχωμα στην άνευ όρων περιβαλλοντολογικών πόλη και στην άνευ όρων περιβαλλοντολογικών οικονομία. Τίθεται πλέον το ζήτημα μιας αποφασιστικής αλλαγής και περιβαλλοντολογικής ρύθμισης και συμμόρφωσης των πόλεων όλο και πιο επιτακτικά. Έτσι αναδεικνύεται η παγκόσμια αλλαγή των περιβαλλοντολογικών όρων χωρίς σύνορα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια παράλληλη παγκοσμιοποίηση, όπου η πόλη πλέον ως ανθρωπογενής συνάθροιση περιβαλλοντολογικών παραγόντων φτάνει στα όρια της και πρέπει να μετασχηματιστεί. Αυτός ο μετασχηματισμός πρέπει να είναι συνυφασμένος με όλους τους άλλους μετασχηματισμούς.

Η πόλη αναδεικνύει μια νέα δυναμική. Η πόλη λειτουργεί σαν ψυχολογικό πρόβλημα και σαν ψυχολογικό διέξοδο, ως χρονοβόρος και ενεργειοβόρος, ως καταναλωτική παγίδευση και καταναλωτική απελευθέρωση, ως αποξένωση και ως πεδίο κοινωνίας. Όλες αυτές οι αντιφατικές και συγκρουόμενες όψεις της πόλης είναι πλέον σε κατάσταση αιχμής. Λειτουργούν καταλυτικά στις εξελίξεις. Παράλληλα, η πόλη είναι μια αρνητική οικονομία κλίμακας για το περιβάλλον, τη βιωσιμότητα και την αειφορία του.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ένα από τα μείζονα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν είναι η νέα εξέλιξη της πόλης συναρτημένη και συναρθρωμένη με την εξέλιξη του ανθρώπου από κάθε άποψη.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία ανάρτησης κειμένου: 26-09-2008
Φωτό: wikipaintings 


Διαβάστε επίσης:
1. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – Προοίμιο για την πράσινη πόλη
2. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – Ο χώρος ως πεδίο συμβιωτικότητας και συγκρουσιακότητας 
3. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – Το δημοκρατικό και δεσποτικό πρότυπο της πόλης
4. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – Ορθολογισμός και οραματισμός της πόλης