1

ΤΑ ΓΕΩΡΓΟΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΤΕΡΗ ΓΕΩΡΓΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Η ενασχόλησή μου με τη γεωργοοικονομική  έρευνα της χώρας μας αρχίζει από το Φεβρουάριο του 1951 με την πρόσληψή μου ως Βοηθού του Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομικής και Πολιτικής της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ. Η πρώτη μου ενέργεια ως Βοηθού ήταν να εξοικειωθώ αφενός μεν με τη χρησιμοποιούμενη γεωργοοικονομική ορολογία, αφετέρου δε να επισημάνω τις μέχρι τότε δημοσιευθείσες γεωργοοικονομικές μελέτες στη χώρα μας.

Αν και οι γεωργοοικονομικές μου γνώσεις ήταν πολύ περιορισμένες, εν τούτοις παρατήρησα ότι όλες σχεδόν οι δημοσιευθείσες μέχρι το 1950 γεωργοοικονομικές μελέτες ήταν καθαρώς περιγραφικού χαρακτήρα, αφού στερούνταν παντελώς ποσοτικής ανάλυσης. Ήταν μεν ο τίτλος τους γεωργοοικονομικός, το περιεχόμενό τους όμως ελάχιστα αναφέρονταν σε οικονομικές πτυχές του εξεταζόμενου θέματος και αυτές περισσότερο φρασεολογικά παρά τεκμηριωμένες με οικονομικούς δείκτες και οικονομικά αποτελέσματα.  

Οι μελέτες αυτές ήταν απόρροια του περιεχομένου της εισήγησης του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας που κυκλοφόρησε υπό μορφή εγκυκλίου με την ευκαιρία της ίδρυσης το 1935 της Υπηρεσίας Γεωργοοικονομικής Έρευνας του ειρημένου Υπουργείου. Πράγματι, η εισήγηση εκείνη επισήμαινε την ανάγκη της γεωργοοικονομικής έρευνας για τη χώρα μας, αλλά αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος στην ακριβή γνώση των μετεωρολογικών, εδαφικών και υδρολογικών συνθηκών της μελετώμενης περιοχής, οι οποίες αποτελούν απλώς το πλαίσιο της γεωργικής παραγωγής. Το ίδιο συνιστούσε για την εργασία, το κεφάλαιο, τα καλλιεργούμενα φυτά και τα εκτρεφόμενα ζώα. Στην παραπάνω εισήγηση δεν γίνονταν καμιά αναφορά για τη γεωργική λογιστική ως μεθόδου συγκέντρωσης και ανάλυσης πρωτογενών τεχνικοοικονομικών δεδομένων, απλώς και μόνο έκανε λόγο για ακαθάριστη και καθαρή πρόσοδο. Συνεπείς προς το περιεχόμενο της εισήγησης εκείνης ήταν όλες οι γεωργοοικονομικές μελέτες που διενεργήθηκαν κατά την 15ετία 1935-1950 κυρίως εκ μέρους της Α.Τ.Ε. Πράγματι, οι γεωπόνοι της Α.Τ.Ε. συνέταξαν κατά την περίοδο εκείνη γεωργοοικονομικές μελέτες ορισμένων περιοχών και κλάδων γεωργικής παραγωγής της χώρας μας και εξέδωσαν 5 τόμους υπό τον τίτλο «Αρχείο Γεωργοοικονομικών Μελετών» κυρίως μετεωρολογικού, εδαφολογικού, υδρολογικού, βιολογικού και τεχνικού περιεχομένου και ελάχιστα γεωργοοικονομικού υπό τη σημερινή έννοια του όρου. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η ιδρυθείσα το 1937 Εταιρεία Γεωργοοικονομικών Ερευνών, αφού μέχρι το 1950 δεν είχαν διεξαχθεί οικονομικές έρευνες της ελληνικής γεωργίας με περιεχόμενο διαφορετικό του προαναφερθέντος, αν και από τις πρώτες 10ετίες του 20ου αιώνα διεξάγονταν γεωργοοικονομικές έρευνες τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όσο και στην Ευρώπη στηριζόμενες σε γεωργολογιστικά ποσοτικά δεδομένα.
       Στην αρχή της ερευνητικής μου δραστηριότητος προσπάθησα να απαλλάξω τη γεωργοοικονομική έρευνα από τον περιγραφικό της χαρακτήρα και μάλιστα σε θέματα μη έχοντα άμεση σχέση με τα ερευνώμενα γεωργοοικονομικά αντικείμενα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκα βλέποντες τους συναδέλφους μου των Γεωργοβιολογικών και Γεωργοτεχνικών Εργαστηρίων να εκτελούν πειράματα τόσο στα Εργαστήρια, όσο και στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου και να επεξεργάζονται ποσοτικά δεδομένα. Αντιλήφθηκα όμως ότι η φύση της γεωργοοικονομικής έρευνας είναι διαφορετική από την αντίστοιχη της γεωργοβιολογικής και γεωργοτεχνικής, που σημαίνει ότι η απόκτηση ποσοτικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων δεν είναι δυνατή μέσα στα Εργαστήρια, αλλά δια μέσου γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κλάδων φυτικής και ζωϊκής παραγωγής. Ο τρόπος όμως απόκτησης τέτοιων δεδομένων απαιτούσε την εφαρμογή της λογιστικής στις ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν υπήρχε προηγούμενη εμπειρία στην Ελλάδα, παρά μόνο ένα άρθρο το 1935 στο περιοδικό Αγροτική Οικονομία, που αναφέρονταν στην προσπάθεια του Αμερικανικού Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής να εισαγάγει σε ορισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις της Μακεδονίας ένα απλό σύστημα εισπράξεων και πληρωμών και μια εμπεριστατωμένη μονογραφία το 1936, που όμως αναφέρονταν αποκλειστικά στη σημασία της λογιστικής για τη γεωργοοικονομική έρευνα με βάση τα αποτελέσματα σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες και όχι στον τρόπο εφαρμογής της στις ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις και τη συλλογή γεωργοοικονομικών ποσοτικών δεδομένων.
         Η αναληφθείσα εκ μέρους μου προσπάθεια εφαρμογής της λογιστικής στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις το 1953 συνάντησε πολλές δυσκολίες, από τις οποίες άλλες μεν συνδέονταν με τον παράγοντα γεωργό, λόγω χαμηλής μόρφωσης και καχυποψίας, ενώ άλλες είχαν σχέση με τα πλημμελή μέσα επικοινωνίας (γράμματα, τηλέφωνα) και συγκοινωνίας (λεωφορεία, τραίνα) για την περιοδική συνάντησή μου με τους γεωργούς στα χωριά τους. Παρά τις προαναφερθείσες δυσκολίες, τα πρώτα αποτελέσματα του εγχειρήματος αυτού κατέδειξαν τη μεγάλη σημασία των γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων για ερευνητικούς σκοπούς. Με τη συλλογή τέτοιων δεδομένων από διαφόρους τύπους γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κλάδους γεωργικής παραγωγής είδαν το φώς της δημοσιότητος πρωτότυπες εργασίες για την εποχή εκείνη με ελληνικά δεδομένα. Σημειώνεται ότι τα λεπτομερή και ακριβή γεωργολογιστικά δεδομένα των διαφόρων τύπων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κλάδων γεωργικής παραγωγής έχουν για τη γεωργοοικονομική έρευνα περίπου την ίδια σημασία που έχουν τα πειραματικά δεδομένα για τις γεωργοβιολογικές και γεωργοτεχνικές έρευνες. Πράγματι, η πρωτοτυπία των εργασιών αυτών συγκριτικά με τις προηγούμενες αναφέρονταν στον υπολογισμό του ακαθάριστου εισοδήματος, των δαπανών παραγωγής, του κέρδους, του γεωργικού εισοδήματος, της καθαράς προσόδου, της εγγείου προσόδου, του ακαθάριστου κέρδους, κ.λπ. τόσο για ολόκληρες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, όσο και για κλάδους φυτικής και ζωϊκής παραγωγής. Από την άλλη πλευρά υπολογίσθηκε το κόστος παραγωγής των φυτικών και ζωϊκών προϊόντων όχι μόνο συνολικά, αλλά και ανά μονάδα κάθε προϊόντος. Μάλιστα, η ανάλυση του συνολικού κόστους παραγωγής κατά συντελεστές παραγωγής, κατά φάσεις παραγωγικής διαδικασίας και σε σταθερό και μεταβλητό άνοιξε το δρόμο για βαθύτερη διερεύνηση κάθε κλάδου φυτικής και ζωϊκής παραγωγής. Κι’ αυτό γιατί ο σκοπός της γεωργοοικονομικής έρευνας δεν εξαντλείται στη διαπίστωση της επίτευξης κάθε μορφής οικονομικού αποτελέσματος, αλλά και στην υπόδειξη τρόπων βελτίωσης αυτού.
       Εκτός όμως από τις διάφορες μορφές του οικονομικού αποτελέσματος τα γεωργολογιστικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα αποτελούν τη βάση δημιουργίας μεγάλης σημασίας τεχνικοοικονομικών συντελεστών (των γνωστών inputoutput coefficients). Τέτοια δεδομένα είναι οι απαιτήσεις σε εργασία ανθρώπων και μηχανημάτων όχι μόνο συνολικά ανά κλάδο φυτικής και ζωϊκής παραγωγής, αλλά και κατά φάσεις παραγωγικής διαδικασίας, όπως είναι π.χ. η σπορά, η λίπανση, το κλάδευμα, οι καλλιεργητικές φροντίδες, οι ψεκασμοί, η άρδευση, η συγκομιδή, η άμελξη, η παράθεση της τροφής, η βόσκηση, κ.λπ. Ανάλογα δεδομένα αποτελούν οι ανάγκες σε κεφάλαιο τόσο ως πάγιο υπο μορφή εγγείων βελτιώσεων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων, ζώων, δένδρων, κλπ., όσο και ως μεταβλητό υπό μορφή σπόρων, λιπασμάτων, φαρμάκων, καυσίμων, ζωοτροφών, κλπ. Με τον τρόπο αυτό επισημαίνεται η συμμετοχή κάθε φάσης παραγωγικής διαδικασίας στο συνολικό κόστος και δια μέσου αυτής η υπόδειξη τρόπων μείωσης του κόστους παραγωγής που αποτελεί τη βάση της ανταγωνιστικότητος του κλάδου γεωργικής παραγωγής και της βελτίωσης της οικονομικότητος αυτού. 

       Τα γεωργολογιστικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα κατέστησαν εφικτή την εφαρμογή της στατιστικής στη γεωργοοικονομική ανάλυση υπό τη μορφή του μέσου όρου, της τυπικής απόκλισης, της διακύμανσης, της απλής και πολλαπλής συμμεταβολής και συσχέτισης, κλπ. Πράγματι, ο δια μέσου των γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων υπολογισμός ορισμένων στατιστικών δεικτών διευκόλυνε τη γεωργοοικονομική ανάλυση όσον αφορά την επισήμανση ορισμένων παραγόντων που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την οικονομικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των κλάδων γεωργικής παραγωγής. Για την επισήμανση δια μέσου των γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων ορισμένων παραγόντων που επηρεάζουν την οικονομικότητα των διαφόρων κλάδων γεωργικής παραγωγής θα σας αναφέρω αποτελέσματα από μια σειρά γεωργοοικονομικών μας ερευνών. 

       Η πρώτη αναφέρεται στη μηλεοκαλλιέργεια της περιοχής Βερμίου (Βέροια, Νάουσα, Σκύδρα, Έδεσσα) την 5ετία 1954-1958. Οι γραπτές εισηγήσεις του Υπουργείου Γεωργίας και οι προφορικές των τοπικών και περιφερειακών γεωπόνων ήταν να εκτελούνται απαρέγκλιτα 17 ψεκασμοί για την καταπολέμηση των εχθρών και ασθενειών. Η διεξαχθείσα με την τήρηση γεωργικών λογαριασμών έρευνα έδειξε ότι η συμμετοχή των δαπανών αυτών ανέρχονταν στο 40% των συνολικών δαπανών της καλλιέργειας, δηλ. όλων των δαπανών εκτός του ενοικίου του εδάφους και των ετησίων δαπανών του παγίου κεφαλαίου. Πράγματι, το ποσοστό αυτό προβλημάτισε υπευθύνους και παραγωγούς και υποδείκνυε την ανάγκη εύρεσης τρόπου μείωσης του αριθμού των ψεκασμών χωρίς όμως τη μείωση της αποτελεσματικότητος αυτών με απότερο σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής, που αποτελεί τη βάση της ανταγωνιστικότητος της καλλιέργειας.
       Η δεύτερη αναφέρεται στη ροδακινοκαλλιέργεια της ίδιας περιοχής. Το έτος 1959 έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση ροδακινοπαραγωγών στη Νάουσα με θέμα την αδυναμία εξαγωγής των ροδακίνων και τις χαμηλές τιμές διάθεσης συγκριτικά με το κόστος παραγωγής. Υπήρχε στα χέρια τους πρόσφατη μελέτη μας για την οικονομικότητα της καλλιέργειας αυτής. Στη συγκέντρωση παρέστησαν υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου Γεωργίας και ο τότε Διοικητής του Ο.Γ.Α., οι οποίοι αμφισβήτησαν τη μελέτη όσον αφορά τη μέση απόδοση και το κόστος παραγωγής στηριζόμενοι στο αποτέλεσμα μιας αντίστοιχης μελέτης στην περιοχή της Κορινθίας ενός γεωπόνου του Υπουργείου δημοσιευμένη στο περιοδικό Ελληνική Γεωργία. Η μελέτη εκείνη στηρίζονταν σε απόδοση 4000 χλγ./στρ., δηλ. στην απόδοση ενός έτους και μάλιστα από τα πιο παραγωγικά, ενώ στην οπωροκαλλιέργεια λαμβάνεται η μέση απόδοση ολόκληρης της παραγωγικής της ζωής, η οποία γίνεται γνωστή εφόσον τηρούνται γεωργικοί λογαριασμοί. Η αμφισβήτηση της μέσης απόδοσης των 1980 χλγ./στρ. έναντι της προαναφερθείσης απόδοσης των 4000 χλγ./στρ. κάμφθηκε όταν παρουσιάσθηκαν γεωργολογιστικά δεδομένα απόδοσης όλων των ετών της παραγωγικής ζωής της καλλιέργειας από την εγκατάσταση των δενδρυλλίων μέχρι την πιθανή εκρίζωση των δένδρων και από τα οποία φάνηκε ότι σε ορισμένες ηλικίες η απόδοση ήταν μηδέν, πολύ μικρή και έφθανε μέχρι 4800 χλγ./στρ. Ετσι πείσθηκαν ότι η απόδοση των 1980 χλγ./στρ. αντανακλούσε πράγματι τη μέση απόδοση ολόκληρης της παραγωγικής ζωής της καλλιέργειας και συνεπώς την οικονομικότητος αυτής.
       Η τρίτη αναφέρεται στην τοματοκαλλιέργεια για τοματοπολτό τη χρονική περίοδο 1971-1973 στις περιοχές Σερρών, Δράμας και Ξάνθης. Τα εργοστάσια ΣΕΚΟΒΕ προκειμένου να επεκτείνουν τη λειτουργία τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα ετησίως για τη μείωση του υψηλού σταθερού κόστους των εγκαταστάσεων και του μονίμου προσωπικού έπρεπε να εξασφαλίζεται η επεξεργασία μεγαλύτερης ποσότητος τομάτας. Αυτό είναι δυνατόν εφόσον δεν καλλιεργείται μόνο μεσοπρώϊμη, αλλά πρώϊμη και όψιμη τομάτα. Επειδή όμως το κόστος παραγωγής της πρώϊμης, της μεσοπρώϊμης και της όψιμης τομάτας είναι διαφορετικό έπρεπε να προσδιορισθεί τιμή συγκέντρωσης κάθε εποχής τομάτας ανάλογα με το κόστος παραγωγής, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το ίδιο εισόδημα για τους παραγωγούς ανεξάρτητα εποχής σποράς και συγκομιδής της τομάτας. Αυτό επιτεύχθηκε με την τήρηση ξεχωριστών γεωργικών λογαριασμών για κάθε εποχή σποράς και συγκομιδής της τομάτας. Από την τήρηση των λογαριασμών αυτών βρέθηκε ότι με τιμές συγκέντρωσης 1,20, 1,00 και 1,80 δρχ./χλγ. αντίστοιχα εξασφαλίζεται το ίδιο γεωργικό εισόδημα για όλες τις εποχές σποράς και συγκομιδής της τομάτας, ενώ τα ΣΕΚΟΒΕ επιτυγχάνουν μείωση του ανά μονάδα κόστους παραγωγής του τοματοπολτού.
       Η τέταρτη αναφέρεται στην τευτλοκαλλιέργεια τη χρονική περίοδο 1975-1980 στις περιοχές Θεσσαλίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Θράκης. Από μια έρευνα 800 και πλέον δια μέσου εκμεταλλεύσεων γεωργολογιστικών δεδομένων βρέθηκε σημαντική διαφορά δαπανών άρδευσης και συγκομιδής ζαχαροτεύτλων μεταξύ των προαναφερθεισών περιοχών. Πιο συγκεκριμένα, οι δαπάνες άρδευσης της τευτλοκαλλιέργειας στη Θεσσαλία ανέρχονταν σε 2040 δρχ./στρ., ενώ στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας ήταν 1180 δρχ./στρ., δηλ. 73% υψηλότερα. Κι’ αυτό λόγω άντλησης του νερού αντί φυσικής ροής. Ηταν ένα στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε η διαφορετική  πολιτική ενίσχυσης της τευτλοκαλλιέργειας εκ μέρους της Βιομηχανίας Ζάχαρης μεταξύ των δύο περιοχών. Αντίθετα, οι δαπάνες συγκομιδής των τεύτλων στην περιοχή της Θεσσαλίας ήταν 1040 δρχ./στρ. και στην περιοχή της Θράκης ανέρχονταν σε 1360 δρχ./στρ., δηλ.30% υψηλότερες λόγω πληθώρας και έλλειψης συγκομιστικών μηχανών αντίστοιχα. Και στην περίπτωση αυτή τα γεωργολογιστικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα αποτέλεσαν τη βάση διαφοροποίησης της πολιτικής των επιδοτήσεων συγκομιδής των τεύτλων από τη Βιομηχανία Ζάχαρης μεταξύ περιοχών.
       Η παρουσία των γεωργολογιστικών ποσοτικών δεδομένων κατέστη περισσότερο αναγκαία για τη γεωργοοικονομική έρευνα μετά την εισαγωγή των μαθηματικών υπό την μορφή συναρτήσεων παραγωγής και διαφόρων μορφών προγραμματισμού, δηλ. μεθόδων με υψηλές απαιτήσεις σε λεπτομερή τεχνικοοικονομικά δεδομένα. Πράγματι, τα γεωργολογιστικά ποσοτικά δεδομένα αποτέλεσαν το βασικό υπόβαθρο της ουσιαστικής εφαρμογής τόσο των συναρτήσεων παραγωγής με επί κεφαλής την CobbDouglass συνάρτηση παραγωγής, όσο και των διαφόρων μορφών του μαθηματικού προγραμματισμού και ειδικότερα του γραμμικού, του παραμετρικού, του τετραγωνικού και του δυναμικού προγραμματισμού. Πιο συγκεκριμένα, χάρις στην ύπαρξη των γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων κατέστη εφικτή η μέτρηση της οριακής παραγωγικότητος του εδάφους, της εργασίας και του κεφαλαίου, τόσο υπό τη μορφή του σταθερού, όσο και υπό τη μορφή του μεταβλητού. Και πέραν αυτού η υποκατάσταση μεταξύ των συντελεστών και ο άριστος συνδυασμός τους για την επίτευξη μεγαλύτερου συνολικού προϊόντος με το αυτό συνολικό κόστος ή του αυτού συνολικού προϊόντος με το ελάχιστο συνολικό κόστος επιτεύχθηκε χάρις στην παρουσία γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων. Επίσης, χάρις στην ύπαρξη λεπτομερών και εξειδικευμένων γεωργολογιστικών ποσοτικών δεδομένων ο γραμμικός προγραμματισμός εξασφαλίζει το άριστο σχέδιο παραγωγής της γεωργικής εκμετάλλευσης με το μέγιστο ακαθάριστο κέρδος και το οικονομικότερο σιτηρέσιο διατροφής των διαφόρων κατηγοριών παραγωγικών ζώων σε σύγκριση με τα προϋπάρχοντα. Αρκεί να τονισθεί ότι χωρίς την καταγραφή ημερολογιακά των  απαιτήσεων των διαφόρων κλάδων γεωργικής παραγωγής σε εργασία και μεταβλητό κεφάλαιο δεν μπορεί ο γραμμικός προγραμματισμός να μας δώσει ένα αξιόπιστο και προπαντός εφαρμόσιμο άριστο σχέδιο παραγωγής της γεωργικής εκμετάλλευσης. Διερωτάται κανείς πως είναι δυνατόν ο τετραγωνικός προγραμματισμός να μας δώσει την πορεία του ακαθάριστου κέρδους και την διακύμανσή του, εφόσον δεν υπάρχουν τεχνικοοικονομικοί συντελεστές με την διακύμανσή τους των διαφόρων κλάδων γεωργικής παραγωγής, οι οποίοι προκύπτουν από την επεξεργασία γεωργολογιστικών ποσοτικών δεδομένων.
       Σήμερα η παρουσία ηλεκτρονικών υπολογιστών στη σύγχρονη γεωργική εκμετάλλευση ή επιχείρηση αποτελεί εχέγγυο τήρησης πιο λεπτομερειακών γεωργικών λογαριασμών για βαθύτερη και ουσιαστικότερη γεωργοοικονομική ανάλυση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τεχνικοοικονμικών συντελεστών ως προϊόντα επεξεργασίας γεωργολογιστικών ποσοτικών δεδομένων για τους κλάδους ζωικής παραγωγής είναι η απόδοση σε γάλα και νεογνά συναρτήσει γαλακτικής περιόδου ή αριθμού τοκετού, η αναλογία των θηλυκών παραγωγικών ζώων συναρτήσει γαλακτικής περιόδου ή αριθμού τοκετού, η απόδοση σε γάλα και νεογνά συναρτήσει χρονικής περιόδου τοκετού, η σχέση μετατροπής ποσότητος γάλακτος σε ζων βάρος αναπτυσσόμενου ζώου, η σχέση μετατροπής ποσότητας τροφής σε γάλα κατά τη διάρκεια κάθε γαλακτικής περιόδου, η σχέση μετατροπής ποσότητας τροφής σε ζων βάρος συναρτήσει χρονικής διάρκειας πάχυνσης, ο συντελεστής αξιοποίησης της τροφής συναρτήσει χρονικής διάρκειας εκτροφής κλπ. Από την άλλη πλευρά ανάλογα παραδείγματα για τους κλάδους φυτικής παραγωγής είναι η απόδοση συναρτήσει ποσότητος σπόρου, λιπάσματος, νερού, κλπ., η σχέση πυκνότητος φυτών ή δενδρυλλίων και απόδοσης, η σχέση εποχής σποράς ή φύτευσης και απόδοσης κλπ., Οι προαναφερθέντες τεχνικοοικονομικοί συντελεστές είναι αυτοί που προσδιορίζουν την πραγματική οικονομικότητα και ανταγωνιστικότητα κάθε κλάδου γεωργικής παραγωγής.
       Η πεποίθησή μου ότι τα γεωργολογιστικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα αποτελούν τη βάση των πάσης φύσεως γεωργοοικονομικών αναλύσεων με οδήγησε στη σύνταξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης που αφορούσε την ίδρυση και λειτουργία ενός Κέντρου Γεωργοοικονομικών Ερευνών πανελλήνιας εμβέλειας δια του οποίου να συγκεντρώνονται λεπτομερή γεωργολογιστικά ποσοτικά δεδομένα από ένα μεγάλο δείγμα γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κλάδων γεωργικής παραγωγής όλων των περιοχών της χώρας. Μάλιστα προχώρησα τόσο στη διάρθρωση των υπηρεσιών του (Κεντρικής και Περιφερειακών), όσο και στην σύνταξη ετήσιου προϋπολογισμού. Ανεξάρτητα όμως από την τύχη  της μελέτης αυτής ως προς την υλοποίησή της, ένα είναι βέβαιο ότι ενώ η σημασία των γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων για βαθύτερη και ουσιαστικότερη γεωργοοικονομική αναλυση δεν αμφισβητείται, εν τούτοις σήμερα όλο και λιγότερες γεωργοοικονομικές αναλύσεις στηρίζονται στη χρήση πρωτογενών τεχνικοοικονομικών δεδομένων. Αντίθετα, παρατηρείται ευρεία χρήση δευτερογενών (δηλ. στατιστικών) δεδομένων επειδή είναι εύκολη η πρόσβαση σ’αυτά, αν και υστερούν από πλευράς ακρίβειας και αντικειμενικότητος. Ο ισχυρισμός ότι τα στατιστικά δεδομένα χρησιμοποιούνται για γεωργοοικονομικές έρευνες μακροοικονομικής και όχι μικροοικονομικής φύσεως δεν δικαιολογείται στην πράξη, αφού είναι γνωστό ότι κατά κανόνα τα διάφορα  στατιστικά δεδομένα δεν είναι τόσο αξιόπιστα τουλάχιστον για τη χρήση τους σε ερευνητικούς σκοπούς. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπάρχει τρόπος βελτίωσης της ποιότητος των συλλεγόμενων στατιστικών δεδομένων, τα γεωργολογιστικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γεωργοοικονομικές αναλύσεις τόσο μικροοικονομικής, όσο και μακροοικονομικής φύσεως.
       Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι αν και η συνεχώς αυξανόμενη πολύπλοκη μεθοδολογία γεωργοοικονομικής ανάλυσης απαιτεί την παρουσία λεπτομερών γεωργολογιστικών τεχνικοοικονομικών δεδομένων, εν τούτοις πολύ φοβούμαι ότι τα δεδομένα αυτά αντί να αποτελούν τη βάση των σύγχρονων γεωργοοικονομικών ερευνών μάλλον θα καταστούν στη χώρα μας μελλοντικά είδος υπό εξαφάνιση.

Γεώργιος Ι. Κιτσοπανίδης *
Εναρκτήρια Ομιλία ως Τακτικό Μέλος της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας

* Ομότιμος Καθηγητής Αγροτικής Οικονομικής του Α.Π.Θ.