ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Α. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (του Γιάννη Ζήση)

development.2svg - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

development.2svg - Σόλων ΜΚΟΗ εποχή μας χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των αγορών, μια κυριαρχία που μοιάζει ως μια απαραβίαστη πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι λειτουργούν προστατευτικά μέτρα, κυρίως από ισχυρές χώρες απέναντι σε τρίτες χώρες. Με την έννοια αυτή, (με την έννοια της πίεσης για μια ανταγωνιστικότητα προσανατολισμένη πρωταρχικά στο κόστος, αλλά και μια ανταγωνιστικότητα που θέτει σε αμφισβήτηση την ακαμψία αλλά και τα εργασιακά ή κοινωνικά κεκτημένα), πολλές φορές δικαιολογημένα άλλες αδικαιολόγητα, η εποχή μας μοιάζει να οδηγεί σε μια άμβλυνση των πολιτικών διαφορών και του ιδεολογικού της βάθους.

Οι πολιτικές διαφορές μοιάζουν να προσεγγίζονται υπό την έννοια κυβέρνησης – αντιπολίτευσης και όχι τόσο υπό την έννοια του ποιος κυβερνάει, αν είναι δηλαδή εκφραστής του κεντροαριστερού, ή του κεντροδεξιού χώρου, αν και η διάκριση των πολιτικών χώρων δείχνει ότι αρχίζει να αναθερμαίνεται.

        Αυτή η εξέλιξη, κυρίως στον ιδεολογικό προσανατολισμό και στην κλίμακα της αμφισβήτησης των θεσμικών κεκτημένων, οδηγεί σε μια βαθύτατη αποδόμηση της πολιτικής εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος. Το εκλογικό σώμα αναπτύσσεται παθητικά και όχι με τη συμμετοχή του στα κόμματα, αλλά κυρίως με την ανάδειξη των κομμάτων στην εξουσία ή με την απαξίωσή τους στο ρόλο της αντιπολίτευσης.
 
       Η κρίση αυτή έχει έναν ιστορικό ορίζοντα με σκοτεινό φόντο, με δεδομένο το ρόλο πλέον των διαπλεκομένων συμφερόντων, το ρόλο των ΜΜΕ και της πολιτικής αποξένωσης της κοινωνίας.
       Η αδυναμία να παραχθεί μια εναλλακτική και ριζοσπαστική θεωρία που να είναι αξιόπιστη ρεαλιστικά στο βασικό παιχνίδι της ανταγωνιστικής ανάπτυξης, με δεδομένους τους ταχύτατους ρυθμούς των τεχνολογικών εξελίξεων στην παραγωγή, περιορίζει ακόμη και τις όποιες δυνατότητες της κεντροαριστερής διανόησης στο να επηρεάσει και να αναδείξει προτάγματα και πολιτικές μεθόδους αριστερής κατεύθυνσης.

       Η επιρροή της διανόησης ελαχιστοποιείται, γιατί ακριβώς δεν απαντάει στους εξαντλητικούς ρυθμούς της αναπτυξιακής ανταγωνιστικότητας που δεσπόζει στο τοπίο της πολιτικής δυναμικής και των κοινωνικών αλλαγών. Η διανόηση πλέον περιορίζεται στο ρόλο της κριτικής, δεν αρθρώνει απάντηση.
        Με όλο αυτό το σκιώδες τοπίο για την πολιτική κρίση της κεντροαριστεράς πρέπει να δούμε αν υπάρχει μια δυναμική που να μπορεί να οριοθετήσει, να περιορίσει τον αποδομητικό και ολοκληρωτικό αλγόριθμο του φονταμενταλισμού των αγορών και της ανταγωνιστικής ανάπτυξης.

          Καταρχήν θα πρέπει να κάνουμε δύο βασικές παρατηρήσεις. Ο πολιτικός χώρος μοιάζει θεσμικά κορεσμένος. Δηλαδή έχει φτάσει σε κάποια όρια που δύσκολα μεταβάλλονται σε προοδευτική κατεύθυνση κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου το πιο προοδευτικό μέρος αυτών των θεσμών δεν έχει τη βαρύνουσα σημασία που θα έπρεπε. Εδώ η βαρύνουσα αυτή σημασία δεν μπορεί να υποστηριχθεί ακριβώς με μια θεσμική πίεση ώστε να εξισορροπηθεί το πολιτικό περιβάλλον και να εμπλουτιστεί αποτελεσματικά από αυτή την προοδευτική κατεύθυνση.
         Λέμε για παράδειγμα ότι θεσπίζουμε τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη χάρτα τους συνταγματικά, και το επιχειρούμε αυτό στην Ε.Ε. Ποιο είναι το πραγματικό όμως αντίκρισμα που μπορούν να έχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όταν δεν περιβάλλονται από ισχυρές διοικητικές και εφαρμοστικές προοπτικές;

       Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι τα αναγκαστικά συστήματα οδηγούνται σε πολιτική αδυναμία και ανεπάρκεια. Πριν οδηγηθούμε σε ένα νέο πεδίο ισχυρής θέσμισης, μεταβατικά καλούνται να παίξουν το ρόλο τους τα εθελοντικά συστήματα που διαμορφώνουν υποδείγματα καλών πρακτικών.
         Η περιβαλλοντική διακυβέρνηση είναι από τα πιο προνομιακά πεδία διασύνδεσης νέας θέσμισης και εθελοντικών συστημάτων.

        Μία από τις θεμελιακές κρίσεις του βιομηχανικού και κεφαλαιοκρατικού εμπορευματικού μοντέλου ανάπτυξης αναδείχθηκε στον τομέα του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον λειτούργησε ως ένας παράγοντας συνειδητοποίησης των αναπτυξιακών ορίων, μέσα από την εξάντληση των φυσικών πόρων, ενώ στη συνέχεια τα περιβαλλοντικά ζητήματα αναδείχθηκαν ως ζητήματα που συνδέθηκαν με το πρόταγμα της ευημερίας.

        Το περιβάλλον λοιπόν, έδειξε τα όρια, τη φέρουσα ικανότητα του συστήματος και του αναπτυξιακού μοντέλου. Λειτούργησε όμως στις ανεπτυγμένες κοινωνίες και ως ένα πεδίο διαμορφούμενης ζήτησης, ως ένας διαμορφωτής στην αγορά, καθώς ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την ποιότητα της ζωής, με την ασφάλεια του καταναλωτή και τις αξίες της υγείας.
        Αυτή η εξέλιξη συνέδεσε το περιβάλλον με τους διαμορφωτές της ανάπτυξης. Διαμόρφωσε ένα ευρύ πεδίο αναγκαίας τεχνοκρατίας, συνδέθηκε με τα υψηλά εισοδήματα και την κατανάλωσή τους. Συνδέθηκε επίσης με τη μακροχρόνια στρατηγική των επιχειρήσεων και με το θεσμικό υπόβαθρο της διακυβέρνησης και της πολιτείας.

        Οι πολιτισμικές αξίες απ’ την άλλη, λειτούργησαν ως ένας διαμορφωτικός συντελεστής για νέες περιβαλλοντικές αξίες. Αξίες που συνδέονται με την αισθητική, με το τοπίο, με τη βιοποικιλότητα, αξίες οπωσδήποτε που συνδέονται με την ανάδειξη των δια-γενεακών δικαιωμάτων.
        Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε πλέον μια δυναμική με βάση την οποία η περιβαλλοντική διαχείριση και διακυβέρνηση αποτελούσε αναγκαίο και αυτοτελές συστατικό της πολιτικής και της οικονομίας.

      Οι περιβαλλοντικοί όροι και συντελεστές αξιοποιήθηκαν για τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές, ενσωματώθηκαν στο διεθνές γίγνεσθαι, άλλοτε σαν ένα 
soft law και άλλοτε σαν hard law, δηλαδή ως δίκαιο κυρωτικό και αναγκαστικό. Έτσι αποτέλεσαν πολλές φορές εργαλεία για τον έλεγχο των συναλλαγών, έστω και προσχηματικά, στο πλαίσιο των διεθνοποιημένων “ανοιχτών” αγορών. Για πολλούς όμως λόγους πρέπει να προβλέψουμε πως τα ζητήματα του περιβάλλοντος από ζητήματα χαμηλής πολιτικής θα γίνουν θέματα υψηλής πολιτικής.
          Το περιβάλλον διαμόρφωσε μια πλατφόρμα οριοθέτησης των χρηματοοικονομικών επιλογών και στρατηγικών στις αναπτυγμένες χώρες, όπως για τα μέλη της G-8 και τα μέλη της E.E. Αυτό αποτέλεσε ένα καθοριστικό συντελεστή φραγής, αναχώματος απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα των αγορών, στο εσωτερικό των χωρών και στις διεθνείς αγορές. Ζητήματα περιβαλλοντικά και ζητήματα υγείας αποτέλεσαν τη μοναδική ανασχετική δύναμη απέναντι στην παντοδυναμία του νεοφιλελευθερισμού και των διεθνών αγορών, όπως αυτές αναδείχθηκαν στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και όπως συνεχίζουν να λειτουργούν σήμερα.

         Παράλληλα τα περιβαλλοντικά ζητήματα διαμόρφωσαν μια νέα πολιτική διαδικασία. Μια διαδικασία πολυμερούς και πολύπλευρης διαβούλευσης. Μια διαδικασία ανοιχτότητας και πρόσβασης στις πληροφορίες αλλά και στις γνωμοδοτικές και τις αποφασιστικές διαδικασίες, σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, διεθνές και διακρατικό επίπεδο.

         Στην πραγματικότητα ο πιλότος για τη συμμετοχική δημοκρατία διαμορφώθηκε με δύο βραχίονες για τη συμμετοχική διακυβέρνηση. Διαμορφώθηκε στον τομέα του περιβάλλοντος όπως επίσης και στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, καθώς ήταν μία από τις συνιστώσες, ένα υποσύνολο της περιβαλλοντικής επιχειρηματικότητας, όπου η κοινωνική πρωτοβουλία και διαβούλευση έπαιζε σημαντικό ρόλο μαζί με την ανάγκη της επικουρικότητας και της αυτοαναφορικότητας των τοπικών κοινωνιών.

        Η περιβαλλοντική συνιστώσα συνεισέφερε στους λαούς, τις κοινωνίες και τους πολίτες ένα κριτήριο οριοθέτησης της ευημερίας και της καταναλωτικής συμπεριφοράς, που λειτουργεί σαν ένα φίλτρο ελέγχου των κοινωνιών σε σχέση με το μοντέλο της ανάπτυξης. Λειτούργησε δηλαδή το περιβάλλον, όχι μόνο ανασχετικά στο ίδιο το πεδίο της μακροχρόνιας επιχειρηματικής στρατηγικής αλλά και στο επίπεδο των κοινωνιών. Εμπόδισε την άκριτη αποδοχή ενός αναπτυξιακού μοντέλου που είναι καταστροφικό καθώς απαξιώνει την υγεία, απαξιώνει την ασφάλεια της ζωής και την ποιότητά της.

        Η περιβαλλοντική συνιστώσα ήταν ανατρεπτική και στον ίδιο τον πολιτικό σχεδιασμό. Εισέβαλε με δύο βασικές ανατροπές – αρχές του πολιτικού σχεδιασμού, ενός σχεδιασμού που προηγούμενα δεν είχε μακροχρόνια στόχευση και μεθοδολογία. α) Την αρχή της πρόληψης, που είναι μια αρχή ελαχιστοποίησης του ρίσκου, και β) την αρχή της συναινετικής διαβούλευσης και απόφασης με τεχνική τεκμηρίωση, που είναι επίσης μια πολύ σημαντική επίδραση στο πεδίο το πολιτικό με τη διασύνδεση, (μια διεπιστημονική διασύνδεση της γνώσης), της επιστήμης με τη λογική της μέγιστης πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης.

         Τέτοιες διαδικασίες λειτουργούσαν στην πολιτική μόνο υπό όρους κρίσεων, ενώ τώρα λειτουργούν σε ένα επίπεδο καθημερινής θεσμικής λειτουργίας με βάση τη συνιστώσα της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης. Η περιβαλλοντική διακυβέρνηση βέβαια, πέρα από την αρχή της πρόληψης, ενσωμάτωσε και αφομοίωσε τα διαγενεακά δικαιώματα. Αποτέλεσε έτσι μια αφετηρία και ένα νέο νομικό πολιτισμό γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σ’ αυτά παρατηρήθηκε η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών δικαιωμάτων στα θεμελιώδη αντίστοιχα, όπως το δικαίωμα για το νερό. Επίσης εισήχθηκε μια κουλτούρα μερισμού στη διαχείριση, πράγμα που σημαίνει και μια οριοθέτηση ακόμη και εκεί που υπάρχει ιδιωτικοποίηση στη διαχείριση των φυσικών πόρων.
          Σημαντική είναι και η πολιτική επίδραση της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης στον τομέα των διεθνών σχέσεων, μέσα από το γεγονός και την εισαγωγή μιας κοινής αντίληψης και διαχείρισης. Οι περιβαλλοντικοί φυσικοί πόροι δεν είναι πια μόνο στρατηγικοί πόροι αλλά και πόροι που πρέπει να διακυβερνηθούν. Να τεθούν δηλαδή υπό ένα καθεστώς αντικειμενικής τεχνοκρατικής διαχείρισης που εισάγει τη διαβούλευση, την ενισχύει και παρακάμπτει το πλαίσιο των μονομερών δράσεων σε πολλά επίπεδα.

         Αρχίζοντας πρώτα από όλα από το οικουμενικό πεδίο, είδαμε πραγματικά να εφαρμόζονται ενοποιητικές πολιτικές στην ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπεριώδους ακτινοβολίας – της τρύπας του όζοντος. Τέτοιες τάσεις βλέπουμε και στο θέμα των κλιματικών αλλαγών. Τις βλέπουμε επίσης σε περιφερειακό επίπεδο στη διαχείριση των υδάτων, όπου αναπτύσσονται πλέον πιλοτικά υποδείγματα διεθνών σχέσεων και όπου βέβαια αναδεικνύεται μία αυτοτελής, εν μέρει περιβαλλοντική, διπλωματία που δεν λειτουργεί με την κλασική, την πεπατημένη στρατηγική του «ρεαλισμού».

           Πάντως το περιβάλλον ανέδειξε μια νέα πολιτική στάση στον πολίτη, στο κράτος και την ίδια την πολιτική. Αυτό το έκανε με ένα τρόπο σχετικά οικουμενικό, ενώ αποτέλεσε μία βάση πάνω στην οποία μπορούσε να γίνει – και έγινε σε κάποιες περιπτώσεις – η συνδιαλλαγή μεταξύ παραδοσιακής συντηρητικής και προοδευτικής πολιτικής. Τούτο πρέπει να το χρεώσουμε στην κατεύθυνση της προοδευτικής πολιτικής διακυβέρνησης, καθότι είναι ένας συντελεστής καλύτερης διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης, συνεννόησης και ρύθμισης.
          Το περιβάλλον εισήγαγε μία πίεση αποτελεσματικότητας στις πολιτικές, γιατί δεν μπορούν αυτές να υπόκεινται στο δημαγωγικό πολιτισμό της πολιτικής. Δεν προσφέρονται γι’ αυτό τα περιβαλλοντικά προβλήματα.

        Έτσι λειτούργησε ως ένας συντελεστής που μείωσε το χάσμα μεταξύ μεταρρύθμισης, ριζοσπαστικής και μερικές φορές επαναστατικής τάσης απέναντι στα προβλήματα, και νομιμότητας. Μόνο που η επαναστατικότητα που εισήγαγε, ήταν μια επαναστατικότητα ωριμότητας και συναίνεσης.
         Οι επιδράσεις λοιπόν της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης εισήγαγαν μια μετά-ιδεολογική, σε κάποια σημεία, ριζοσπαστικότητα και προοδευτικότητα, καθώς σίγουρα λειτούργησαν ως μια συμπληρωματική συνιστώσα της πολιτικής και όχι ως κύρια συνιστώσα.
          Ούτως ή άλλως διαμορφώνεται ένα τρίπτυχο για την περιβαλλοντική διακυβέρνηση, μέσα στο οποίο συνεκτιμάται η κοινωνική συνοχή και η βιωσιμότητά της, ο μερισμός δηλαδή.      

        Συνεκτιμάται επίσης η οικονομική αποδοτικότητα και βιωσιμότητα, η οικονομική αειφορία, και οπωσδήποτε η προστασία του περιβάλλοντος, η ποιότητα και βιωσιμότητα.
Η σύνθεση αυτή, η διαμόρφωση μιας νέας αξονικής της πολιτικής με βάση το περιβάλλον, επέτρεψε μια ανασύνταξη στην προοδευτική πολιτική σε γραμμές που θα είχαν παραβιαστεί σίγουρα αν δεν υπήρχαν τα περιβαλλοντικά προτάγματα της πολιτικής, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Αν δηλαδή δεν ήταν η πολιτική δεσμευμένη σε αυτό το τρίπτυχο της βιώσιμης ανάπτυξης, δεσμευμένη σε επίπεδο οικουμενικών και διακρατικών αρχών, με διαδικασίες συναίνεσης, τόσο στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, όσο και στο επίπεδο των κρατών.

        Η διαμόρφωση ενός κύρους μεταϊδεολογικού των βασικών αρχών και κατευθύνσεων διακυβέρνησης, αποτέλεσε ένα ανάχωμα στο φονταμενταλισμό των αγορών και στη διάρρηξη των πολιτικών από τις αγορές.
        Μένει τώρα να δούμε το κατά πόσο μπορεί να επαναφορτιστεί και ιδεολογικά η προοδευτική διακυβέρνηση από την περιβαλλοντική συνιστώσα της. Αυτό απαιτεί βαθύτερες πολιτισμικές διεργασίες, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάπτυξη μιας νέας συλλογικότητας στην πολιτική και την κοινωνία. Μιας νέας συλλογικότητας με πολιτισμική κουλτούρα και με συνέπεια που συνδέεται με ανθρωπολογικές παραμέτρους της πολιτικής. Για την ώρα η περιβαλλοντική διακυβέρνηση διαθέτει δύο σημαντικούς βραχίονες μέσα από τους οποίους λειτουργεί. Ο ένας είναι ο βραχίονας της αναγκαστικής ρυθμιστικής πολιτικής στη βάση της διαπίστωσης αδήριτων αναγκών. Ο άλλος βραχίονας είναι στην κατεύθυνση των εθελοντικών συστημάτων.
         Στον τομέα των εθελοντικών συστημάτων συντελείται σε ένα βαθμό μια προοδευτική προσέγγιση, βαθιά κοινωνική, και ως προς τις ανθρωπολογικές παραμέτρους της πολιτικής, προωθημένη. Αντίθετα στον τομέα των αναγκαστικών ρυθμίσεων μπορούμε να πούμε ότι λειτουργεί μόνο η προσαρμοστικότητα των πολιτικών και οικονομικών υποκειμένων, των επιχειρήσεων, των πολιτών, των κοινωνιών και των πολιτικών, απέναντι στις αδήριτες ανάγκες και τη διαχείρισή τους.
            Το περιβάλλον λοιπόν εισάγει μεταρρυθμιστική δυναμική στα εθελοντικά συστήματα. Τα εθελοντικά συστήματα αποκτούν δυναμική και συστηματοποίηση που διαμορφώνει ένα ρεύμα και πεδίο διαβούλευσης, με συνεννόηση μεταξύ κοινωνίας και ιδιωτικού τομέα.
           Οι διαδικασίες για την περιβαλλοντική πιστοποίηση, οι διαδικασίες εφαρμογής εταιρικής κοινωνικής περιβαλλοντικής ευθύνης, οι διαδικασίες που συνδέονται με συλλογικότητες και με κοινωνικούς εταίρους, όλες αυτές οι εθελοντικές διαδικασίες αρχίζουν να συνθέτουν το οικονομικό πράττειν με το κοινωνικό πράττειν για πρώτη φορά σε μια ευρύτερη κλίμακα. Αυτό βέβαια είναι μια δυναμική που είναι εκτεθειμένη στις στενότητες των αγορών και στη φέρουσα ικανότητα του οικονομικού συστήματος. Διαμορφώνει όμως μια νέα εθελοντική κουλτούρα μερισμού και συλλογικότητας που οπωσδήποτε μένει ως πολιτική και πολιτισμική παρακαταθήκη στην επιχειρηματικότητα. Αποτελεί επίσης και ένα νέο πολιτισμικό στοιχείο, μοντελοποιημένο σε αντίθεση με το αποσπασματικό πολιτιστικό πνεύμα και με την προσωπική κουλτούρα του επιχειρηματία, η οποία μπορεί κάλλιστα να γίνει πολύ πιο αποδοτική μέσα από αυτά τα συστήματα.
           Πρέπει να σταθμίσουμε ως ένα σημαντικό στοιχείο εκδημοκρατισμού, την ανάγκη οι περιβαλλοντικοί στόχοι να επιτυγχάνονται περισσότερο μέσω των εθελοντικών συστημάτων, παρά μέσω αναγκαστικών πολιτικών. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι λειτουργούν ορθολογικότερα οι επιλογές σε βάθος, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Από την άλλη ότι δεν έχουμε φαινόμενα συμφορημένης και πληθωριστικής επιχειρηματικότητας σε πεδία κορεσμένα περιβαλλοντικά και κοινωνικά, που τελικά απαξιώνουν συγκριτικά οικονομικά πλεονεκτήματα, απαξιώνουν προϊόν και αγορά, απαξιώνουν – σε μήκος χρόνου – την ίδια την επιχειρηματικότητα.
          Οι δημοκρατικές προτεραιότητες της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, καθιστούν πιο ουσιαστικό ως διαβουλευτικό εταίρο τον ιδιωτικό και τον επιχειρηματικό τομέα. Θέτουν ζητήματα μιας ευρύτερης θεμελιακής οικονομικής στρατηγικής, μέσα από πλαίσια χωροταξίας, μέσα από πλαίσια λειτουργικών, σε πολλά επίπεδα, υποδομών και δικτυώσεων, μέσα από πλαίσια νέων θεσμών που απελευθερώνουν επιχειρηματικές ευκαιρίες, που πριμοδοτούν την επιχειρηματικότητα σε στρατηγική βάση.
          Μένει όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να δούμε σε σχέση με το θέμα της περιβαλλοντικής προσαρμογής της οικονομίας.

           Οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις, όλο και πιο πολύ απαιτούν οικονομίες κλίμακας, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε ένα επίπεδο μικρής επιχείρησης. Λειτουργούν ως ένα φίλτρο αποκλεισμού ή περιορισμού της πρόσβασης στην αγορά για τις μικρές επιχειρήσεις και επίσης της πρόσβασής τους στις θεσμικές απαιτήσεις και όχι μόνο στην αγορά. Αυτό παρατηρείται όλο και πιο πολύ. Εδώ ακριβώς καλείται η προοδευτική πολιτική, όχι μόνο να ωφεληθεί από τα προτάγματα της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης αλλά και να συνεισφέρει ενεργητικά ώστε να μην λειτουργήσει αυτή ως ένα πεδίο νέου αποκλεισμού, νέας επιχειρηματικής οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας προς το περιβάλλον. Το περιβαλλοντικό Απαρχάϊντ είναι δυστυχώς ήδη ένας αναδυόμενος ολοκληρωτισμός.

            Αυτό βέβαια είναι ένα πεδίο που δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα και τη λειτουργία της παραγωγής και του εμπορίου. Αφορά επίσης την πρόσβαση των φτωχών συνοικιών, των περιθωριοποιημένων γεωγραφικών ζωνών και των φτωχών καταναλωτών σε σχέση με τις υποδομές ποιότητας ζωής, με το περιβάλλον (ως υποδομή ποιότητας ζωής) και με την ποιότητα των προϊόντων, (την περιβαλλοντική και την καταναλωτική).

        

Σχετικά άρθρα

Καλάθι Αγορών

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας. Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.