1

ΠΟΙΟΤΗΤΑ, ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ, ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ (ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΠΩΝΥΜΙΑ, MANAGEMENT ΚΑΙ MARKETING) (του Γιάννη Ζήση)

 Η ποιότητα και η πιστοποίησή της αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους για την επιτυχία των πράσινων προϊόντων στις αγορές. Παράλληλα όμως η ποιότητα και η πιστοποίηση αποτελούν παράγοντες αναδιάρθρωσης της παραγωγής και αποτελεσματικότητας της παραγωγής με την εξοικονόμηση των συντελεστών παραγωγής. 
Η ίδια η ανταγωνιστικότητα μετασχηματίζεται από ανταγωνιστικότητα κόστους σε ανταγωνιστικότητα ποιότητας, καθώς η ποιότητα γίνεται απαίτηση του καταναλωτή και συμβάλλει σε «συμφωνία τιμής» (για την τιμή του προϊόντος) μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.

Α.-Γενικά 
Η ποιότητα αναφέρεται στην κάλυψη των αναγκών του καταναλωτή καθώς επίσης και στην εσωτερική διαδικασία παρακολούθησης της παραγωγής του προϊόντος και της οργάνωσηςαυτής της παραγωγής. Η ποιότητα συνιστά τη σύνδεση των εσωτερικών διαδικασιών της παραγωγής και της οργάνωσής της και αποτελεί τον ιδιαίτερο σύνδεσμο σύνδεσης της επιχείρησης και του προϊόντος με τον καταναλωτή και συνεπώς με την αγορά.
Η πράσινη επιχειρηματικότητα στοχεύει και βασίζεται στην ποιότητα, σε ειδικές ανάγκες και σε ένα απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Συνεπώς οφείλει με έναν εθελοντικό, συστηματικό ή εκ του συστάδην τρόπο να αναπτύξει ένα σύστημα διοίκησης με ολική ποιότητα. Ολική ποιότητα είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων και των μεθόδων που εφαρμόζονται σε έναν οργανισμό με στόχο την ικανοποίηση του πελάτη και τη ταυτόχρονη ενεργοποίηση του δυναμικού του οργανισμού της επιχείρησης με το μικρότερο δυνατό κόστος. 

Β.-Οργάνωση της ποιότητας
Η ποιότητα έχει τελείως διαφορετικά δεδομένα για την εφαρμογή της στις μικρές από ό,τι στις μεγάλες επιχειρήσεις.
1) Η πράσινη επιχειρηματικότητα στις μικρής κλίμακας επιχειρήσεις είναι μια επιχειρηματικότητα που δεν βασίζεται στην απασχόληση μεγάλου αριθμού εργατικού δυναμικού. Συνδέεται με επιχειρήσεις που μπορεί να είναι και οικογενειακές και συνεπώς σ’ αυτήν είναι άλλη η διαδικασία που θα πρέπει να προσεγγίσει ο ενδιαφερόμενος για να εφαρμόσει την ποιότητα. Είναι μια διαδικασία που βγαίνει έξω από το κόστος της εφαρμογής μιας εξωτερικής πιστοποίησης και παρακολούθησης. Ωστόσο, και σ’ αυτή την περίπτωση, τα τέσσερα επίπεδα διοίκησης ποιότητας αρχίζουν από τη βαθμολόγηση, δηλαδή την αξιολόγηση μέσα από την επιθεώρηση, την παρακολούθηση, τις διορθωτικές ενέργειες και τον προσδιορισμό των αιτιών των προβλημάτων.
2) Το επόμενο βήμα συνδέεται με το εγχειρίδιο ποιότητας, τις επιθεωρήσεις, τις δοκιμές προϊόντος, το βασικό σχεδιασμό ποιότητας, τη στατιστική επιτήρηση.
3)  Το αμέσως επόμενο είναι ο έλεγχος συστημάτων, ο σχεδιασμός ποιότητας, ο στατιστικός και ποιοτικός έλεγχος, η πιστοποίηση από τρίτους, το κόστος της ποιότητας, η ανάλυση των αιτιών, των αστοχιών.
4)  Το τέταρτο είναι η συνεχής βελτίωση, η συμμετοχή των πελατών – προμηθευτών, η μέτρηση της απόδοσης, η εμπλοκή όλων, η ολιστική θεώρηση των λειτουργιών της επιχείρησης, η ομαδική εργασία και η συμμετοχή των εργαζομένων και των υπαλλήλων.
Όλα αυτά έχουν να διδάξουν και στις επιχειρήσεις μικρής κλίμακας τρόπους με τους οποίους μπορεί να υπάρξει μια προσαρμογή στο μοντέλο της ποιότητας και στη διοίκησή της. Επιθεώρηση, έλεγχος ποιότητας, διασφάλιση ποιότητας, διοίκηση ολικής ποιότητας και ολική ποιότητα αποτελούν συστατικά ενός πλήρους κύκλου ποιότητας. Οι κύκλοι αυτοί πρέπει να συνδυαστούν με τους κύκλους ζωής του προϊόντος και τους κύκλους εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Αυτός ο οδικός χάρτης ποιότητας δεν βλέπει το θέμα της ποιότητας με όρους μόνον μεγάλης επιχειρηματικής κλίμακας. Η πελατοκεντρική θεώρηση θέτει προτεραιότητα στη δυναμική της εξωτερικής ανάδρασης και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. ΄Ετσι το θέμα της ποιότητας απελευθερώνεται εν μέρει από την έμφαση στο εσωτερικό μέγεθος. Οι εσωτερικές λειτουργίες, η κατάτμησή τους και η εξειδίκευση παραμένουν σημαντικά θέματα για την οργάνωση της ποιότητας και για τη διαφοροποίηση του προϊόντος.
Πέραν από τα γενικά στοιχεία της οργάνωσης και της διοίκησης της ποιότητας, που συνδέονται και με την πιστοποίηση, πρέπει να παρακολουθήσουμε την περιβαλλοντική ποιότητα και την ποιοτική διαχείριση των προϊόντων και των υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρει η φύση.Πρέπει να παρακολουθήσουμε και να δημιουργήσουμε μια ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών ανάλογη μ’ αυτήν που υπάρχει στη φύση και στο οικοσύστημα, για να έχουμε οικοανάπτυξη και παραγωγή των προϊόντων και των υπηρεσιών που προείπαμε. Γι’ αυτό χρειάζεται ο συνδυασμός τόσο της γνώσης της φύσης και του περιβάλλοντος, δηλαδή του πεδίου των δυνατοτήτων που προσφέρεται από τη φύση και την περιβαλλοντική προστασία, όσο και των συστημάτων ποιότητας και πιστοποίησης.

Γ.-Κόστος ποιότητας 
Ας δούμε τι συνθέτει το κόστος της ποιότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς επιχειρείται η μετατόπιση του επίκεντρου από την ανταγωνιστικότητα κόστους στην ανταγωνιστικότητα ποιότητας. Το κόστος της ποιότητας συντίθεται από:
1) Το κόστος της πρόληψης. Η περιβαλλοντική πολιτική από μόνη της οδηγείται σε μια αποτίμηση του κόστους της πρόληψης των περιβαλλοντικών καταστροφών και της ανάταξης της φύσης. Το κόστος της πρόληψης αναλύεται στο: (α)κόστος της εφαρμογής νέων διαδικασιών(β)κόστος της εκπαίδευσης και(γ)κόστος δημιουργίας νέων συστημάτωνπαραγωγής.
2) Το κόστος επιθεώρησης. Αυτό συνδέεται με τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας και των προϊόντων και τον περιορισμό των αστοχιών.
3) Το κόστος της αστοχίας, που συνδέεται με την διόρθωση του ελαττωματικού προϊόντος, την ανάκτηση της ποιότητας για το προϊόν ή την υπηρεσία.
Εδώ μπορούμε να δούμε το γεγονός ότι συνδυάζεται η εφαρμογή των μέτρων αυτών για την ρύθμιση των εξωτερικών επιδράσεων με τη θετική ρύθμιση για την ποιότητα και τη στήριξη των πολιτικών ποιότητας και πιστοποίησης από την πλευρά της διασύνδεσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η διασύνδεση αυτή αναπτύσσεται επίσης ιδιαίτερα στο τομεακό πρόγραμμα ΕΠΑΝ, που είναι το επιχειρησιακό ανταγωνιστικότητας, όπως θα δούμε σ’ άλλο σημείο.

Δ.-Η πολιτική ποιότητας 
Η πολιτική ποιότητας μπορεί να υποστηριχθεί και να εφαρμοσθεί με διάφορους τρόπους, όπως είναι:
1) Η πολιτική της «ανοικτής πόρτας», που είναι ένας παράγοντας στήριξης της πολιτικής ποιότητας στις επιχειρηματικές δράσεις. Είναι μια πολιτική που συνδέεται και με τα πολιτικά ζητήματα του περιβάλλοντος, αλλά είναι και μια πολιτική που συνδέεται και με τις επιχειρηματικές δράσεις σε σχέση με την αγορά, την πελατοκεντρική προσέγγισή της και με την κατανόηση και την αποκατάσταση ενός κλίματος αμοιβαιότητας. Αυτό το κλίμα είναι ιδιαίτερα ζωτικό για την εφαρμογή συστημάτων τοπικής ποιότητας αλλά και για την λειτουργία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο των διαχειριστικών φορέων προστασίας του περιβάλλοντος και των επιχειρήσεων διαχείρισης περιβάλλοντος. Η «ανοικτή πόρτα» διαμορφώνει αμεσότητα ενημέρωσης και επικοινωνίας χωρίς διοικητικά στεγανά και ιεραρχικές οργανωτικές υπερβολές.
2) Η ομαδική προσέγγιση στα ζητήματα της ποιότητας και η σταδιακότητα που προσφέρει ως δυνατότητες το μοντέλο των κύκλων ποιότητας. Αυτό είναι ένα μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί τόσο διεπιχειρησιακά, δηλαδή όχι σε μία μόνο επιχείρηση, όσο και σαν μια ομπρέλα στην τοπική οικονομία και να λειτουργήσει και με τον στόχο και με τη διαδικασία ενός συμφώνου τοπικής ποιότητας.
3) Η χρησιμοποίηση του διαγράμματος Pareto. Αυτό είναι ένα άλλο εργαλείο, που θα συστήναμε τόσο για την ανάλυση των προβλημάτων που παρουσιάζονται στην προστασία του περιβάλλοντος όσο και για τα προβλήματα των προϊόντων που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις στον τομέα αυτό.
Αυτή η εφαρμογή του διαγράμματος προϋποθέτει ότι έχουμε μία βάση καταγραφής, για παράδειγμα στο θέμα των σκουπιδιών, στα θέματα των απόψεων των πελατών, στις λειτουργίες ενός διαχειριστικού φορέα κτλ. Στο διάγραμμα Pareto απεικονίζονται ποσοτικά και ποιοτικά τα αίτια των προβλημάτων και του φόρτου ορισμένων λειτουργιών. Η ερμηνεία και η εξαγωγή συμπερασμάτων από τα διαγράμματα Pareto χρειάζεται και τη χρήση της αρχής του Pareto και του κανόνα 80/20, σύμφωνα με τον οποίο το 80% των προβλημάτων δημιουργείται από το 20% των πιθανών αιτιών και το ανάστροφο, το 20% του προβλήματος δημιουργείται από το 80% των πιθανών αιτιών. Απαιτείται δηλαδή για την ερμηνεία του μια δυναμική πλάγιας σκέψης και φαντασίας, ώστε να έχουμε μια ολιστική σύλληψη της πραγματικότητας και της διασύνδεσης της αρχής του Pareto με το διάγραμμα Pareto.
4) Το διάγραμμα Ishikawa, (παραπομπή σελ, 172). Αυτό το διάγραμμα είναι υποστηρικτικό για τη διασύνδεση αιτίου αποτελέσματος. Μπορεί να εφαρμοστεί γενικότερα για την παρακολούθηση των προβλημάτων δυναμικής και αποτελεσματικότητας ενός διαχειριστικού φορέα στην προστασία της φύσης, αλλά και για την παραγωγικότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών από μια πράσινη επιχείρηση.
5) Η διοίκηση της ολικής ποιότητας αναφερόμενη στο καθεστώς λειτουργίας των οργανισμών και μάλιστα των διαχειριστικών φορέων, των ΜΚΟ, των ΟΤΑ, των επιχειρήσεων κτλ. Αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την παρακολούθηση της εξέλιξής τους, επειδή εισάγει μια αντικειμενικοποίηση στην εκτίμηση της λειτουργίας των διαχειριστικών φορέων και στα οικονομικά τους αποτελέσματα. Γι’ αυτό καλό θα είναι να χρησιμοποιηθούν και υποδείγματα εντύπων προσαρμοσμένα ειδικά π.χ. στους διαχειριστικούς φορείς για την ποιότητα που διασυνδέεται με τις υπηρεσίες στον τομέα του περιβάλλοντος.
6) Η πολιτική της ποιότητας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή αναπτύσσεται και καλό θα είναι να παρακολουθείται διαρκώς, καθώς πρόσφατα είχαμε και την ενημέρωση για την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων μέσα από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου. Η πολιτική προϊόντων είναι πολύ ευρύτερης γκάμας, αλλά ωστόσο είναι ένα μέρος που συνδέεται με την ποιότητα των προϊόντων σε σχέση με την περιβαλλοντική προσαρμογή.

Ε.-Ποιότητα και ανταγωνιστικότητα
Η εξέλιξη των αγορών οδηγεί τις επιλογές μεταξύ κόστους συμβατικής παραγωγής και κόστους ποιότητας και επωνυμίας στην αγορά. Το κόστος της συμβατικής παραγωγής ρυθμίζεται από τον ανταγωνισμό, δηλαδή φθηνότερη παραγωγή δίνει φθηνότερο τελικό προϊόν, που έτσι είναι πιο ανταγωνιστικό.
Όμως εδώ σημειώνουμε ότι η υπόθεση της ανταγωνιστικότητας είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ακόμη και όταν η επιλογή του καταναλωτή είναι προϊόν με χαμηλή τιμή, και πάλι υπάρχει παράλληλα και μια τάση του για επιλογή προϊόντος που να βασίζεται στην ποιότητα. ΄Όμως αυτή η τελευταία τάση δεν είναι κυρίαρχη, αλλά μπορεί να εκφραστεί μόνον όταν ο καταναλωτής έχει να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερα προϊόντα με περίπου όμοια τιμή, οπότε επιλέγει το καλύτερο.
Με αντίστοιχο τρόπο, όταν ο καταναλωτής επιλέγει την ποιότητα, δηλαδή, όταν επιλέγει το ακριβότερο προϊόν επειδή είναι ποιοτικότερο, και πάλι έχει την τάση να επιλέξει το φθηνότερο ανάμεσα σε πολλά προϊόντα ίδιας ποιότητας.
Οπότε είναι προφανές ότι το κόστος και η ποιότητα ως κριτήρια αγοράς συνυπάρχουν, όμως άλλοτε καθοριστικό και πρωτεύοντα ρόλο παίζει το ένα και άλλοτε το άλλο. Υπάρχουν επομένως διάφορα επίπεδα ανταγωνισμού, δηλαδή:
1)  Ανάμεσα στα προϊόντα της συμβατικής αγοράς.
2) Ανάμεσα στη συμβατική αγορά και την αγορά προϊόντων ποιότητας.3)Ανάμεσα στα προϊόντα ποιότητας.
Επομένως δεν είναι το χαμηλό κόστος η μόνη ανταγωνιστική επιλογή, αλλά μπορεί και η ποιότητα να είναι μια άλλη, μόνον που δεν είναι επαρκής η μεταφορά του επίκεντρου της ανταγωνιστικότητας από το κόστος στην ποιότητα. Η μεταφορά αυτή δεν είναι επαρκής, επειδή ο καταναλωτής διακατέχεται από άγνοια και άγχος περιορισμού της καταναλωτικής του δαπάνης. Αυτό συμβαίνει, επειδή, πέραν των άλλων, η ποιότητα δεν έχει αποκτήσει ακόμη μερίδιο στην αγορά (δηλαδή δεν αποτελεί ακόμη κυρίαρχο κριτήριο για τη ζήτηση των προϊόντων) και επιπλέον σημαίνει και πρόσθετο κόστος. Η ποιότητα δεν είναι ταυτόσημη με την επωνυμία, αλλά συνδέεται άρρηκτα μαζί της. Η επωνυμία είναι ένα ζήτημα πολύπλοκο, όπως και η ποιότητα, αλλά διαφορετικό από αυτήν.

ΣΤ.-Πιστοποίηση της ποιότητας