1

Τα ιστορικά στάδια της σχέσης πολιτισμού και περιβάλλοντος (του Γιάννη Ζήση)

Σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πριν, η γένεση του πολιτισμού σηματοδοτείται με την πρώτη ολοκλήρωση της ανθρωπογένεσης και της δημιουργίας της ανθρώπινης κοινωνίας.
Οι ανθρώπινες κοινωνίες από την αρχή τους διαμορφώνουν, υποτυπωδώς έστω, υπόβαθρα πολιτισμού, αποκτούν πολιτιστική οντότητα.
Η έννοια του πολιτισμού δεν ήταν ίδια για όλες τις εποχές, ήταν μια έννοια που διαμορφώθηκε στο μήκος του χρόνου και κυρίως στους τελευταίους αιώνες.

Η πιο μεγάλη και ολοκληρωμένη εικόνα για τον πολιτισμό μας
α. έχει διατυπωθεί από την κλασσική αρχαιότητα και αυτή 
β. στη συνέχεια εμπλουτίστηκε και ολοκληρώθηκε από τις εξελίξεις των τελευταίων αιώνων στην Ευρώπη, των αιώνων που διαμόρφωσαν μια συνθήκη οικουμενικής κυριαρχίας του λόγου, της νεωτερικότητας και της σύγχρονης δημοκρατίας.

Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις για το τι είναι πολιτισμός και τι πρέπει να εννοούμε με τον όρο αυτό.

Θα γινόταν πολυδαίδαλη η αναζήτησή μας αν σκεφτόμασταν στη βάση της απαρίθμησης τέτοιων προσεγγίσεων και ορισμών. Αντίθετα μπορούμε να αναδείξουμε πολύ καλύτερα τη σχέση πολιτισμού και περιβάλλοντος αν τη δούμε μέσα από τα ιστορικά της στάδια.
Το προϊστορικό στάδιο συνδέεται με τις πρώιμες μορφές ανθρώπινης δημιουργικότητας και το πέρασμα του ανθρώπου από τη θηρευτική φάση στη γεωργία και στη συνέχεια στο εμπόριο που διαμόρφωσε μια ευρύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών. Όλα αυτά τα ιστορικά στάδια ήταν μακράς διάρκειας και μεγάλης βραδύτητας, αν τα δούμε μέσα από τη σημερινή μας οπτική γωνία.
Οι μνήμες και τα αρχεία που διαθέτουμε γι’ αυτές τις πρώτες φάσεις είναι περιορισμένες και διευρύνονται μέσα από την αρχαιολογική αναζήτηση και την ιστορική έρευνα, καθώς διανύουν μόλις λίγες δεκαετίες σύγχρονες επιστήμες και τεχνικές.
Πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι και η ανθρωπολογική έρευνα δίπλα από την ιστορική και την αρχαιολογική αποτελεί ένα κρίσιμο πεδίο για την συμπλήρωση του παζλ της πρώιμης φάσης του ανθρώπινου πολιτισμού. Εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι: σε όλη αυτή την πρώιμη φάση ο άνθρωπος έχει προσεγγίσει το περιβάλλον σαν μια επέκταση του εσωτερικού του κόσμου, το αναπαριστά και βρίσκεται σε μια τελετουργική του σχέση παράλληλα με τη φυσική του σχέση.
Αυτή η τελετουργική, μαγική σχέση αποτελεί τον τρόπο της εσωτερίκευσης του περιβάλλοντος μέσα στον άνθρωπο και τον πολιτισμό.
Συνδέεται με τον εξευμενισμό της φύσης που αποτελεί ένα πεδίο ανιμισμού, ένα πανδαιμόνιο απέναντι στο οποίο αισθάνεται απολογούμενος, για τα μέσα του και τις επεμβάσεις του, ο άνθρωπος του πρώιμου πολιτισμού και η κοινωνία του. Στη συνέχεια δημιουργείται μια νέα δυναμική εσωτερικής ολοκλήρωσης της ανθρώπινης κοινωνίας α. μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς, β. μέσα από τη χωροταξική διαφοροποίηση του ανθρώπινου και του φυσικού περιβάλλοντος με την δημιουργία των πόλεων, ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη φύση και αναπτύσσει έναν πολιτισμό περισσότερο ανθρωποκεντρικό.Αυτό δε σημαίνει ότι χάνονται τα ίχνη και οι διαδρομές των ανθρώπινων σχέσεων με το περιβάλλον.
Μέσα από αυτό το πολιτικό στάδιο διαμορφώνονται νέες σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο, σχέσεις όπου η δουλεία υποκαθιστά ως εργατική δύναμη την εκμετάλλευση της φύσης από τους μεμονωμένους ανθρώπους με τα εργαλεία και με τα ζώα εργασίας. Αυτή η φάση είναι μια από τις πλέον οδυνηρές εσωτερικές εξελίξεις του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Στην ουσία αυτή η φάση διαρκεί μέχρι σήμερα, μέσα από πολλές διακυμάνσεις, και στο «ενεργητικό» της βρίσκονται εκείνες οι αφετηρίες της επιστημονικής θεώρησης του περιβάλλοντος όπου το περιβάλλον δεν έχει αξία και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την ανθρώπινη εξυπηρέτηση. Αυτό ισχύει & προς τις τρεις όψεις του περιβάλλοντος:
1. Το ανθρωπογενές περιβάλλον & τους άλλους ανθρώπους.
2. Τις άλλες μορφές ζωής, τα έμβια όντα της βιοποικιλότητας
3. Τους θεωρούμενους ως αβιοτικούς φυσικούς πόρους. Το περιβάλλον χάνει την θεοτική του διάσταση και το μόνο που εξισορροπεί αυτή την τάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση είναι α. αφενός μεν το βιολογικό όριο του θανάτου και β. αφετέρου η διαμόρφωση θρησκειών που απαξιώνουν την υλική κατάκτηση της φύσης, όπως ο βουδισμός και ο χριστιανισμός, θρησκειών που παίζουν ένα ρόλο εξισορρόπησης απέναντι στη τάση του ανθρώπου να δει τον εαυτό του ως παντοδύναμο θεό.
Ο άνθρωπος μέσα από αυτές τις θρησκείες αρχίζει να απολογείται, να αυτολογοκρίνεται για τις σχέσεις του με τη φύση και το περιβάλλον.
Γι’ αυτό σημειώθηκε μια σοβαρή κάμψη στην ανάπτυξη της κατακτητικότητας, του ανθρώπου και της ανθρώπινης πόλης, απέναντι στη φύση, στην ανατολή με την εμφάνιση του βουδισμού, όπου έχουμε έναν περιορισμό στην πολιτική ανάπτυξη και στην χρησιμοποίηση της βίας.

Ο περιορισμός αυτός παίρνει την κορυφαία του μορφή με τον ηγεμόνα Ασόκα που είναι και ο πρώτος βουδιστής ηγεμόνας στην ανατολή, στην Ινδία και ο οποίος επιβάλλει την πρώτη ολοκληρωμένη οικολογική και περιβαλλοντική πολιτική που διασυνδέει τον πολιτισμό με την αβλάβεια απέναντι στο περιβάλλον.
Στη δύση με την κυριαρχία του χριστιανισμού και τον μεσαίωνα, έχουμε την ανακοπή της υλικής προόδου και ευημερίας, τον περιορισμό των τάσεων της κυριαρχίας του ανθρώπου απέναντι στη φύση που θεωρείται πεδίο θείας κατακυρίευσης της γης.
Ο άνθρωπος λογοδοτεί και αυτολογοκρίνεται, μέσα από αυτή τη λογοδοσία του, απέναντι σε κάτι που τον υπερβαίνει και έτσι να οριοθετείται απέναντι σ’ αυτό. α. Η έλευση του ουμανισμού και στη συνέχεια ηβ. αποικοδόμηση της κυριαρχίας του θεοκρατικού πολιτισμού στη δύση με: 1. τη «Μεταρρύθμιση» και στη συνέχεια 
2. τον «διαφωτισμό», τον «εγκυκλοπαιδισμό» και τον «φιλελευθερισμό» αποδιοργάνωσαν αυτούς τους περιορισμούς και απελευθέρωσαν ξανά την υλιστική ανάπτυξη του πολιτισμού και της επιστήμης.

Αυτή η κατάσταση εντατικοποίησε τις σχέσεις παραγωγής μέσα στην κοινωνία, μεταξύ των ανθρώπων, και οδήγησε σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που έφερε την βιομηχανική επανάσταση και την αστική τάξη στο προσκήνιο.
Σαν αντίρροπο ρεύμα γεννήθηκε ο ρομαντισμός στο 19ο αιώνα, ένα ρεύμα που ήταν ανίσχυρο μπροστά στις αναπτυξιακές και πολιτικές προτεραιότητες που έβαζαν οι ανθρώπινες κοινωνίες αλλά που λειτούργησε σαν ένας διάκοσμος, σαν μια τάση ανάκτησης της φύσης με το Ρουσσωικό αίτημα για την επιστροφή στη φύση.
Δεν είναι τυχαίο που μέσα από τις εντάσεις αυτές υπήρξε μια πληθώρα μεγάλων προσωπικοτήτων και διανοητών που αγωνίστηκαν να συμβιβάσουν τα διεστώτα. Ανάμεσα σε αυτούς μια σημαντική φυσιογνωμία ήταν ο Ρουσσώ που προσπάθησε να εισαγάγει την εκπαίδευση σαν παράγοντα συνάντησης του ανθρώπου και της φύσης και ταυτόχρονα προσπάθησε να συνδυάσει τις νέες πολιτικές εξελίξεις και πραγματικότητες, σε μια σχέση αναζήτησης μιας επανένταξης του ανθρώπου στη φύση, τόσο με προσωπικό όσο και συλλογικό τρόπο.
Οι «ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή» είναι η αποθέωση αυτού του προσωπικού τρόπου, ενώ ο λόγος του, που τιμήθηκε από τη βασιλική ακαδημία επιστημών της Γαλλίας, ‘‘για τη συνεισφορά του πολιτισμού των τεχνών και των επιστημών στον άνθρωπο’’, έδειξε την απαξίωση τελικά με ορθολογικό τρόπο των επιτεύξεων του ανθρώπου μέσα από την αποξένωσή του από τη φύση, μέσα από την κεφαλαιοποίησή της.
Ο ρομαντισμός βρήκε πολλούς κορυφαίους εκφραστές και στη Β. Αμερική όπου διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, οι συγκρούσεις και τα διλήμματα γύρω από το μοντέλο του ανθρώπινου πολιτισμού. Ανάμεσα στους μεγάλους εκφραστές ήταν:
α. ο Θωρώ με τις περιηγήσεις του, με την αναζήτησή του για ένα έξω από τις πόλεις μοντέλο ζωής του ανθρώπου στο Γουώλντεν, στα Δάση του Μαίην κτλ,
β. ο Έμερσον με την έμφαση στην πρωτογενή αξία σωματικής υγείας & την έμφασή του στην υπερβα τικότητα και
γ. ο Γουίτμαν που προσπάθησε να συμβιβάσει τα συμβαίνοντα με μια αρχέγονη αναζήτηση του κόσμου από τον άνθρωπο.

Όμως και άλλοι που λειτούργησαν μέσα από θεωρίες ή καλλιτεχνικές δημιουργίες έδειξαν, σαν πρόδρομοι, τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε πιο οξύτερα ο 20ος αιώνας.
Οι ρομαντικοί αποτέλεσαν τους πρόδρομους για την οικολογική ευαισθητοποίηση και οικολογικό προβληματισμό, αν και κινήθηκαν πρωταρχικά ανθρωποκεντρικά. Έβλεπαν τη φύση σαν μια αισθητική αξία. Ο αμερικάνος ποιητής Γουίτερ Τζον Γκρίφιλντ, το περιγράφει πολύ ωραία στο «Μικρό Ξυπόλυτο».
Λέει: «Άσε τον εκατομμυριούχο να τραβάει με την καρότσα του. Εσύ που πας ξυπόλυτος ανάμεσα στα χώματα έχεις πιότερα από όσο εκείνος αγοράζει».

Ο ρομαντισμός λειτούργησε σαν ανάδειξη αυτής της αισθητικής αξίας του περιβάλλοντος και της αισθητικής κατάκτησης του περιβάλλοντος, η οποία είναι αειφορική, καθώς δεν αφήνει υπόλοιπα, αλλά αφήνει την εσωτερική απόλαυσή του, αφήνει μια προοπτική εσωτερικής ποιότητας ζωής.
Μέσα από τον κόσμο των παραμυθιών που γεννήθηκε στην Ευρώπη και την Αμερική των σύγχρονων χρόνων, μέσα από τα παραμύθια για ενήλικες όπως ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Σαιντ Εξυπερύ, αναδεικνύεται μια άλλη δυναμική και σχέση με το περιβάλλον, η οποία έρχεται να συμπληρώσει επιστήμονες που έβλεπαν με ένα τρόπο αβλάβειας την φύση.
Οι επιστήμονες αυτοί έβλεπαν το περιβάλλον σαν να είχε τη δική του αξία. Ήταν επιστήμονες των θετικών επιστημών και επιστήμονες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του νομικού πολιτισμού και των θεωριών της ανάπτυξης του σύγχρονου κόσμου όπως ο ωφελιμιστής Τζέρεμι Μπένθαμ που διέβλεψε έγκαιρα, και αναγνώρισε τη δυναμική ανάπτυξης δικαιωμάτων για όλα τα έμβια όντα ακόμα και για τα αντικείμενα, πριν από δυο περίπου αιώνες.
Οι πρόσφατες εξελίξεις για τα νομικά δικαιώματα των ζώων στην Ελβετία μόλις τώρα τον δικαιώνουν.Φυσικοί επιστήμονες ή μαθηματικοί έβλεπαν στο περιβάλλον πρωτογενείς αξίες ζωής, ανάμεσά τους μεγάλοι φυσικοί, όπως ο Στρέντιγκερ στο 20ο αιώνα, και μαθηματικοί όπως ο Χάμιλτον κ.α.
Η θεώρηση της ζωής του περιβάλλοντος και του δικαιώματος στο περιβάλλον, έχει μια πολύ αρχαία καταγωγή. Τη συναντάμε στους πυθαγόρειους και σε διάφορα ρεύματα προβληματισμού από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Σε ανατολή και δύση (και εδώ δεν πρέπει να υποτιμάμε ρεύματα προβληματισμού που διαμορφώθηκαν στην Άπω Ανατολή, ή στην Κεντρική Ανατολή βλέποντας όλες τις εξελίξεις από την σκοπιά της Ευρώπης και της Β. Αμερικής) συνδύασαν την υπερβατικότητα, τον ρομαντισμό & την περιβαλλοντική συμπαθητικότητα.
Όλα αυτά όμως αποτελούσαν ένα διάνθισμα και μια αμελητέας δυναμικής προσέγγιση στις σχέσεις πολιτισμού και περιβάλλοντος σε σχέση με τις πιο ενεργητικές και συνειδητές τάσεις που αναπτύχθηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα γεννήθηκαν βαθύτατοι προβληματισμοί.
Μέσα από τους δυο παγκόσμιους πολέμους, από τη γέννηση της μεγάλης στρατιωτικής τεχνολογίας για την οποία ο Αϊνστάιν έλεγε ότι «δεν έχει πνεύμα», γεννήθηκαν προβληματισμοί γύρω από την αυτοκαταστροφικότητα του ανθρώπου που εκφράστηκαν γύρω από ένα μνημειώδες κείμενο του Πωλ Βαλερύ στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Πωλ Βαλερύ λέει ότι: «τώρα πια ξέρουμε ότι η ανθρωπότητα και ο ανθρώπινος πολιτισμός μπορεί να αυτοκαταστραφεί».

Αυτό έγινε ακόμα πιο συνειδητό στην ανατολή της πυρηνικής εποχής τεχνολογίας καθώς δημοσιοποιήθηκε μέσα από την κραυγή αγωνίας και απόγνωσης επιστημόνων όπως:ο Αϊνστάιν, ο Μπέρτναν Ράσσελ, ο Αλμπερτ Σβάιτσερ, ο μεγάλος αυτός σύγχρονος ουμανιστής.
Μέσα από την έκκληση ανθρώπων της σκέψης και της μεγάλης δημιουργίας έγινε μια σοβαρή κρούση στην κοινή γνώμη γύρω από την κρίσιμη σχέση του πολιτισμού με τη φύση, του πολιτισμού σαν παραχαράκτη της φύσης.
Έτσι που ξαναθυμηθήκαμε την έκφραση του ρομαντικού Καρλάυλ του 19ου αιώνα ο οποίος έλεγε ότι «ίσως τελικά ο πολιτισμός κρύβει μια βαρβαρότητα που είναι έτοιμη να μας κατασπαράξει».
Οι αντινομίες του πολιτισμού φάνηκαν με τον πιο πρόδηλο τρόπο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εκείνη την χωρίς όρια καταστροφικότητα που υπήρχε από πλευράς του ολοκληρωτισμού, των ολοκληρωτικών δυνάμεων & του μιλιταρισμού.
Όλους αυτούς τους αιώνες της βιομηχανικής ανάπτυξης η φράση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι πριν από περίπου πέντε αιώνες που έλεγε ότι«δεν θα υπάρξουν όρια για την κακότητά τους και με την αγριότητα θα ξεριζώσουν τα μεγάλα δέντρα από τα δάση της υφηλίου και ύστερα όταν χορτάσουν θα τρέφονται από την επιθυμία να δώσουν θάνατο, πόνο, συμφορά, πολέμους και οργή αδιαφορώντας για το ποιοι και ποια θα ζουν εκεί. Τίποτα πάνω στη γη, τίποτα κάτω από το νερό δεν θα υπάρξει που να μην κυνηγηθεί, να μη λεηλατηθεί, να μη διαφθαρεί μεταφερόμενο από τη μια χώρα στην άλλη», παρέμεινε σε μια αφανή διαρκή επικαιρότητα σαν μια διαρκής προφητεία.

Αυτή η προφητεία έμελλε να γίνει κοινή συνείδηση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μετά από τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, μετά από τις νέες τεχνολογίες που άρχισαν να δείχνουν με πιο έκδηλο τρόπο ότι ο άνθρωπος πια κινδυνεύει από τον εαυτό του και πως χρειάζεται να αναπτύξει μια νέα περιβαλλοντική ηθική και σχέση για να διασώσει όχι μόνο τη φύση αλλά τον εαυτό του, και τον ίδιο τον πολιτισμό.

Αυτό είναι ένα νέο στοιχείο στην ιστορική σχέση μεταξύ πολιτισμού και περιβάλλοντος.
Με εκείνο το μνημειώδες βιβλίο «για τη σιωπηλή άνοιξη» της Κάρσον, μπήκε στην ημερήσια διάταξη της παγκόσμιας σκέψης με όποιες υπερβολές και αν είχε αυτή. Αποτέλεσε την αφετηρία μιας συνειδητοποίησης που αποτελεί τη βάση για μια νέα σχέση πολιτισμού και περιβάλλοντος. Πλέον είναι πολλοί εκείνοι που σκέφτονται με βάση το περιβάλλον.
«Ριζοσπάστες οικολόγοι» και οπαδοί της «οικολογίας του βάθους» που οραματίζονται μια ολοκληρωτική επιστροφή, μια κυριαρχία της φύσης πάνω στον ανθρώπινο πολιτισμό, χωρίς ωστόσο καμία ελπίδα βιωσιμότητας στις προτάσεις τους και στις λύσεις τους, αποτελούν ρεύματα σκέψης, πολιτιστικά ρεύματα, τα οποία συμπληρώνουν τη σημερινή πραγματικότητα και την εξισορροπούν εν μέρει. Έτσι χρειάζεται ολοκληρωμένη επανεκτίμηση των προηγούμενων φάσεων για να έχουμε μια ορθή πορεία για το μέλλον.
Η διασύνδεση μεταξύ πολιτισμού και περιβάλλοντος επιταχύνεται, το ζήτημα αναγνωρίζεται και παίρνει νέες διαστάσεις και στα επιμέρους συστατικά του περιβάλλοντος. Στο τομέα του νερού έχουμε την αναγνώριση του ανθρωπίνου δικαιώματος. Διεθνείς οργανισμοί αλλά κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί φορείς εμπλέκονται.
Ταυτόχρονα περνάμε στη φάση της πιο έντονης ανάπτυξης της καταναλωτικής κοινωνίας, που σημαίνει έναν άλλο πολιτισμό, έναν πολιτισμό που παράγει πολλά σκουπίδια, έναν πολιτισμό που πρέπει να τα διαχειριστεί τα σκουπίδια, που πρέπει να γίνει και ένας πολιτισμός των σκουπιδιών. Αυτή η τελευταία φάση είναι και η πιο καθοριστική.
Μιλάνε για μια ηθική νερού, ενώ μπαίνουμε σε πολλούς τομείς σε μια αντίστοιχη φάση. Ο ΟΗΕ ή η UNESCO καθώς και πολλοί διεθνείς κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί φορείς τοποθετούνται σε ζητήματα πολιτισμικά.
Η ποιότητα της ζωής ως συνιστώσα πολιτισμική παραπέμπει απευθείας στην ποιότητα και βιωσιμότητα του περιβάλλοντος. Η αρχή της βιωσιμότητας αποκτάει μια οικουμενική αξία και συνεισφέρει στην πολιτιστική καταξίωση του περιβάλλοντος.
Παράλληλα και στον χώρο των τεχνών, της επιστήμης, της φιλοσοφίας & των επιστημών του ανθρώπου αναδεικνύονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, μέρη του περιβάλλοντος ή το σύνολό του.
Στο ίδιο το διεπιστημονικό γίγνεσθαι και το θεματικό των επιστημών αρχίζει και περιορίζεται η μηχανιστική και αναγωγική θεώρηση από την ολιστική θεώρηση των προβλημάτων. Αυτό το τελευταίο σημαίνει πολλά καθώς η ολιστική θεώρηση θεωρεί και τον άνθρωπο και %