1

ΚΡΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ (του Γιάννη Ζήση)

Η εξέλιξη της πολιτικής, ως συντεταγμένων αντιπροσωπευτικά φορέων, τείνει να συμπεριλάβει στην αναπτυσσόμενη συμμετοχικότητα της δημοκρατίας, τον εθελοντισμό, τους εθελοντές δηλαδή και τις εθελοντικές οργανώσεις, και φυσικά την ενεργή κοινωνία των πολιτών, μέσα από την οποία αναδεικνύονται σαν μορφές έκφρασής της οι εθελοντικές οργανώσεις, και συμπεριλαμβάνονται οι εθελοντές. 
      Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη προβλημάτων και πάνω από όλα υπόκειται στην δύναμη του κυρίαρχου φορέα της πολιτικής που είναι το κόμμα, ενός φορέα που έχει μια ιστορία περίπου δύο εκατονταετιών σε αντίθεση με τις εθελοντικές οργανώσεις οι οποίες μάλιστα, δεν ενεπλάκησαν στην πολιτική, αλλά ακολούθησαν πεδία θεματικής εξειδίκευσης.

      Μέχρι σήμερα, η πολιτική συνδέθηκε με τις γραφειοκρατικές δομές της και με τις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες.
       Στα δύο αυτά σημεία, ο εθελοντισμός διαφοροποιείται πλήρως από την γραφειοκρατία και από την θεσμική ασυλία και αναγκαιότητά της όπως επίσης ο εθελοντισμός είναι μόνο μερικά και ειδικά αντιπροσωπευτικός. Δεν έχει δηλαδή το συμμετρικό αντιπροσωπευτικό κύρος που εκφράζεται από πλευράς κομμάτων.
      Οπότε στην ηθική καταξίωση υπάρχουν στοιχεία που καταξιώνουν αφετηριακά την αντιπροσωπευτικότητα και στοιχεία που καταξιώνουν αφετηριακά τον εθελοντισμό. Η αντιπροσωπευτικότητα βέβαια θεσμικά αποτελεί μία θεμελιώδη έκφραση της δημοκρατικότητας στο βαθμό που δεν μπορεί να υπάρχει άμεση δημοκρατία λόγω κλίμακας, μεγέθους και πλήθους και βέβαια ο εθελοντισμός στο βαθμό που δεν είναι μια καθολική πρακτική, δεν αποτελεί παρά μόνο μια επικουρική συνιστώσα συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία. 
      Το κρίσιμο ζήτημα βέβαια είναι ότι η αντιπροσωπευτικότητα συνδυάζεται με μαζικές ιδεολογηματικές καταστάσεις και με πελατειακές δυναμικές και συμπεριφορές. Και εκεί πλέον αρχίζει η παραχάραξη της αντιπροσώπευσης και της συμμετοχής, παράλληλα μια πολιτική υπεραξία ανεξέλεγκτη που δεν αποδίδεται σαν προϊόν στην πηγή παραγωγής της, δεν υπάρχει δηλαδή πολιτική αναδιανομή ουσιώδης, ενώ επίσης δεν υπάρχει πραγματική διαδικασία αξιολόγησης του πολιτικού προϊόντος.
      Συνεπώς δεν υπάρχουν οι βάσεις για τον έλεγχο και την συνέπεια της αξιοπιστίας της πολιτικής. 
      Βασικός φορέας της αντιπροσώπευσης σε επίπεδο εθνικής κλίμακας είναι το κόμμα, αλλά δυστυχώς και σε επίπεδο τοπικής κλίμακας μιλώντας για τις δημοτικές και της νομαρχιακές εκλογές και κυρίως για τις δημοτικές. Παράλληλα η γραφειοκρατία αποτελεί την διαρκή συνιστώσα, το διαρκές συνεκτικό πεδίο του κράτους. 
      Ο κρατισμός δηλαδή και ο κομματισμός, εμφανίζονται σε σημείο σύγκλισης στην ανάπτυξη της πελατειακής τακτικής, της τακτικής δηλαδή που παραβιάζει το θεσμικό ρόλο τόσο της αντιπροσώπευσης όσο και της διακυβέρνησης και των θεσμών και εδώ ακριβώς γεννιέται η ανάγκη για μια αναπλήρωση αυτής της κατάστασης, για μια εξισορρόπηση. 
      Υπάρχει δυναμική στον εθελοντισμό για να συμμετάσχει με τρόπο ώστε να αντισταθμίσει σε ένα βαθμό τις στρεβλώσεις της αντιπροσώπευσης και τις στρεβλώσεις της θεσμικής γραφειοκρατίας και διακυβέρνησης; 
      Εκ του συστάδην μπορούμε να απαντήσουμε πως όχι. Δυστυχώς ο εθελοντισμός μπορεί και αυτός να ενσωματωθεί στον κρατισμό σαν μια ευέλικτη όψη του, σαν ένας διάκοσμός του όπως επίσης μπορεί να ενσωματωθεί και στο κομματισμό.

      Έτσι πλέον μπαίνει το ερώτημα του ποια πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ εθελοντισμού – κράτους και κόμματος. 
      Πρώτον ο εθελοντισμός δεν πρέπει να συμμετέχει με όρους αποκλειστικότητας σε διαδικασίες που αφορούν το κράτος, με όρους δηλαδή που να αποκλείει την συμμετοχή άλλων. Οι εθελοντικές οργανώσεις, πέραν μιας κλιμακοποίησης δεν πρέπει να είναι επιλεκτικοί ανταγωνιστικοί συνομιλητές στο πελατειακό σύστημα του κόμματος και του κράτους και έτσι να αλληλοαποκλείονται.
      Η γεωγραφική κλιμακοποίηση με όρους ανοικτής συμμετοχικής – διαδικασίας είναι θεμιτοί όπως και η ειδική. Πέραν όμως αυτού η επιλεκτικοποίηση στην βάση διαφόρων μεγεθών που επηρεάζονται από την πελατειακή σχέση των εθελοντικών οργανώσεων, μπορεί να θεωρηθεί ως μία εξ υπ’ αρχής στρέβλωση της σχέσης εθελοντισμού, κόμματος και κράτους.

      Δεύτερον, οι εθελοντικές οργανώσεις πρέπει να διατηρούν την ανεξαρτησία τους και να εκτίθενται με διαφάνεια στην αξιολόγηση αυτής της ανεξαρτησίας. Η ανεξαρτησία αυτή αξιολογείται πολιτικά και οικονομικά. Το μέγεθος και η δυναμική των εθελοντικών οργανώσεων, διαμορφώνεται από πελατειακούς παράγοντες και εδώ ακριβώς πρέπει να υπάρξει μια απαγγίστρωση από την πελατειακή ομηρία των εθελοντικών οργανώσεων, τόσο στους κρατικούς, οικονομικούς και θεσμικούς πόρους, όσο και στους ιδιωτικούς οικονομικούς πόρους και επίσης σε σχέση με τους πολιτικούς πόρους, τους πόρους της πολιτικής ισχύος που αναφέρονται και στις κομματικές σχέσεις.
      Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να στιγματίζονται επικριτικά οι εθελοντικές οργανώσεις αλλά σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει διαφάνεια και να υπάρχει επίσης και διαδικασίες που να διαμορφώνουν μια πιο αξιόπιστη ανεξαρτησία και δυναμική. 
 
     Τρίτον, για την ενίσχυση του θεσμικού, του οικονομικού και του παρεμβατικού δυναμικού και ρόλου των εθελοντικών οργανώσεων και των εθελοντών, πρέπει να υπάρξουν συστήματα διαφανή. 

Συστήματα ανάλογα με αυτά που λειτουργούν για τις χρηματοδοτήσεις, του ιδιωτικού τομέα, συστήματα που να υπολογίζουν:
πρώτον αφενός μεν τα στρατηγικά σημεία υψηλών αποδόσεων, δηλαδή εκεί που ακριβώς υπάρχει υψηλή ανάγκη και υψηλή απόδοση του εθελοντισμού, εκεί ο εθελοντισμός πρέπει να ενισχύεται και 
δεύτερον πρέπει να ενισχύεται με κριτήρια άρσης αποκλεισμού του εθελοντισμού και συνεπώς με προτεραιότητα στην αποκεντρωμένη, στις ασθενέστερες αλλά πλην όμως και βιώσιμες εθελοντικές οργανώσεις, στην προοπτική ανάπτυξης ενός εθελοντισμού που να είναι αποδοτικός βιώσιμος, αλλά και που να αποτελεί ένα πρότυπο μια ενθάρρυνση για τον αυτοδιαχειριζόμενο εθελοντισμό που λειτουργεί στη βάση του τόπου, της θεματικής δράσης κ.ο.κ.
 
     Μια ιδέα συναφής είναι να ενισχύονται οι εθελοντικές οργανώσεις μέσα από Σχέδια Βελτίωσης ή μέσα από Επιχειρησιακά Σχέδια ώστε με κριτήρια που θα είναι εκ των προτέρων προκαθορισμένα με πλατιά δημοκρατική βάση, με διάλογο και με τεχνοκρατικές φόρμες που να συνεκτιμούν την βιωσιμότητα, το έργο και την απόδοση, να φτάσουμε σε πραγματική στήριξη και διεύρυνση του εθελοντισμού. 
      Τα τρία αυτά σημεία κρίνοντας απαραίτητα για να αποφευχθεί η μόλυνση των εθελοντικών οργανώσεων από την κομματική ή τη γραφειοκρατική υπερβολή. Σημειώνουμε ωστόσο ότι είναι θεμιτή η διαδικασία συμμετοχής που επιδιώκεται από πλευράς κομμάτων για τις ΜΚΟ και αποτελεί μιακαινοτομία που πρέπει να είναι όμως επιχειρησιακά αποδοτική στο πολιτικό προϊόν και την πολιτική διαδικασία και όχι εφήμερη, όχι εντυπωσιακή. Θεμιτή ανάλογα είναι επίσης η θεσμοποίηση των σχέσεων των εθελοντικών οργανώσεων με το κράτος και τις πολιτικές τομεακά και γεωγραφικά ή χωρικά, πρέπει επίσης να είναι επιδιωκώμενη στον ίδιο βαθμό που επιδιώκεται για παράδειγμα η σχέση του ιδιωτικού τομέα με το δημόσιο τομέα, με όρους διαφάνειας, με όρους που δεν επιδέχονται την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς. 

      Ευθύνες για την εξέλιξη όλων αυτών των σχέσεων πέραν των κομμάτων και της θεσμικής λειτουργίας του κράτους έχουν και οι εσωτερικές διαδικασίες των εθελοντικών οργανώσεων.
      Εδώ τεράστιο ρόλο παίζουν αφενός μεν στις οργανώσεις της αντιπροσωπευτικής διαχείρισηςζητήματα που συνδέονται με τον λαϊκισμό και με την αθέμιτη ανταγωνιστικότητα προς τις άλλες οργανώσεις, και αφετέρου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα επαγγελματικά στελέχη και οι διευθύνσεις των εθελοντικών οργανώσεων και ιδιαίτερα των εθελοντικών οργανώσεων που διαχειρίζονται πόρους από συνδρομητές που δεν έχουν δικαιοδοσίες ελέγχου και συμμετοχής στην επιλογή των οργάνων και στον διορισμό των στελεχών. 
      Εσωτερικά παθολογικά φαινόμενα αναπτύσσονται και στον χώρο των εθελοντικών οργανώσεων και εδώ χρειάζεται μια καινοτόμος αυτογνωσία, ηθική δέσμευση και ευθύνη για όλους τους εθελοντές, αυτογνωσία τόσο προσωπική όσο και συλλογική στο χώρο του εθελοντικού κινήματος γιατί ο εθελοντισμός δεν πρέπει να προσδιορίζεται σαν ένας χώρο αφελούς αθωότητας, πολιτικής αθωότητας, όπου θα μπορεί να λειτουργεί η επαγγελματική πανουργία, το συντεχνιακό πνεύμα και η πολιτική στράτευση και στόχευση. 
      Όμως & στις επικρίσεις όπως απέναντι στους εθελοντές και τις εθελοντικές οργανώσεις από τον ίδιο το χώρο του εθελοντισμού μπορούν να ανιχνευθούν, ισχυρές δόσεις, πολλές φορές, λαϊκισμού, υπερβολής, ιδεολογηματικής εκτροπής κ.ο.κ. 

      Έτσι λοιπόν είναι σαφές ότι χρειάζεται ένας ανοιχτός διάλογος χωρίς υπονοούμενα και βασικά χρειάζεται παιδεία και σκέψη μαζί βέβαια με βιωματικές πρακτικές συμμετοχής, γιατί σίγουρα υπάρχουν διαφορετικές βαθμίδες εθελοντικής δράσης. Η εθελοντική δράση παράδειγμα του 24ωρου είναι εντελώς διαφορετική από την εθελοντική δράση ενός ετήσιου οβολού, μιας συνεστίασης και μιας συνέλευσης και εδώ πρέπει να είμαστε διεξοδικοί στην χαρτογράφηση της κλίμακας του εθελοντισμού, σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. 
         Αναφερόμενοι και στα επαγγελματικά στελέχη των εθελοντικών οργανώσεων δεν θέλουμε να πλήξουμε την αναγκαιότητά τους ή την λειτουργία τους, αλλά είναι σαφές, ότι όταν δεν έχει αποκατασταθεί ένας διάλογος με όρους ποιότητας και ευθύτητας εύκολα μπορούν να απαξιωθούν, όχι μόνο τα επαγγελματικά στελέχη αλλά και οι ίδιες οι εθελοντικές οργανώσεις και οι εθελοντές. 

      Υπάρχει ένας κίνδυνος μέσα από το αμάγαλμα των δημόσιων αναφορών και προσεγγίσεων στον εθελοντισμό που προκύπτουν είτε μέσα από εσωτερικές κομματικές διαδικασίες, είτε μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είτε μέσα από συγκυρίες όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων που πέρασαν ή που θα έρθουν, παρεκτρέπει τελικά την ολοκληρωμένη προσέγγιση στα ζητήματα, στις προτεραιότητες και συστημικές αξίες του εθελοντισμού και γι’ αυτό πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος και να μην αφεθούμε στις όποιες εξωγενείς, έξω δηλαδή από το εθελοντικό κίνημα, διαδικασίες. Γι’ αυτό και θεωρούμε θεμιτή, κάθε διαδικασία δικτύωσης του διαλόγου και προώθησης των διαδικασιών συνεργασίας και διαφάνειας του εθελοντικού κινήματος, των εθελοντικών οργανώσεων. 
      Όλες οι κατευθύνσεις αυτές πρέπει να θεωρούνται θεμιτές χωρίς καμία από αυτές να είναι αποκλειστική και να αποτελεί μια βάση αποκλειστικής νομιμοποίησης των εθελοντικών οργανώσεων και των εθελοντών. 
      Έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι δεν θα μεταδοθούν προβλήματα που υπάρχουν στους χώρους της κύριας πολιτικής οργάνωσης, στο χώρο του εθελοντισμού, ή επίσης προβλήματα που υπάρχουν στις προσωπικές συμμετοχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις μέσα και στο χώρο τον ίδιο των εθελοντικών οργανώσεων προς το συλλογικό τους πεδίο τους. 

      Το συλλογικό πεδίο των εθελοντικών οργανώσεων, πρέπει να κρατήσει την ανοικτότητά του, τον πλουραλιστικό του χαρακτήρα αλλά πρέπει επίσης να αναζητήσει τη συνέργεια, τη συνεργασία και τη δικτύωση με πρόσθετη διαφάνεια και αυτογνωσία.

21 Ιουλίου 2008,

Γιάννης Ζήσης
Δημοσιογράφος, Συγγραφέας
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων